Παρασκευή 25 Απριλίου 2014

Medusa - Dead can dance

Επιλεκτικά κενά μνήμης. Όπως η επιλεκτική ακοή και όραση.
Αισθήσεις και αισθήματα με "on-off".
Και μετά...

When all you have left are your memories
And diamonds and pearls for company
I'll be sailing to St. Lucia on the ocean breeze
With the moon and my scars for company

In your bedroom you keep an iron cage
Where a blackbird sings her freedom song
For you know the true value of keeping slaves
They sing the saddest of sonsg

Medusa you robbed me of my youth
Abandoned me on the tropic of solitude
Seducer of the shipwrecked and forlorn
You told me to undress
Then crowned my head with thorns

Medusa you robbed me of my youth
Abandoned me on the tropic of solitude
Seducer of the shipwrecked and forlorn
You told me to get dressed
Then turned my heart to stone


Δευτέρα 7 Απριλίου 2014

Ανάμεσα στον Αλέξη Δημαρά και τον Pierre Bourdieu… ο μικρός μάγος



   Προσγειώθηκε με τη σκούπα του πάνω στο γραφείο μου. Θα μπορούσε να έχει μπει από το παράθυρο, που είναι ακριβώς μπροστά –οι βροχερές μέρες αυτής της πόλης απαιτούν την προσοχή σου ακόμα κι όταν θέλεις να δουλέψεις. Ήρθε όμως μέσα σ’ έναν κίτρινο φάκελο και μάλιστα, σαν να το ‘ξερε, στο τέλος μιας ζόρικης μέρας και κυρίως στην αρχή μιας νύχτας που προμηνυόταν ακόμα πιο ζόρικη. Πάρκαρε λοιπόν ανάμεσα στο βιβλίο του Αλέξη Δημαρά, που ξεκουραζόταν στη γωνιά του γραφείου κάνοντας ένα τσιγάρο, και σε κάτι σημειώσεις για τον Μπουρντιέ που προσπαθούσα εκείνη την ώρα να βάλω σε μια τάξη.

   Περίπου σαν το πρώτο πνεύμα που επισκέφθηκε τον Σκρουτζ –ταυτίζομαι ενίοτε μαζί του- με πήγε πίσω: πρώτες τάξεις του Δημοτικού. Συνήθως, όταν σκέφτομαι τα παιδικά μου χρόνια για πάνω από πέντε-δέκα λεπτά, με πιάνει κατάθλιψη, μα μερικά πράγματα είναι κάπως πιο ανώδυνα. Μέναμε τότε στο χωριό που ήταν το σχολείο, και η μεγάλη μου χαρά ήταν η πλατεία απέναντι από το σπίτι. Στη γειτονιά έμενε κι ένα αγοράκι, λίγο πιο μικρό από μένα και παίζαμε πού και πού. Μια μέρα χιόνισε –η πρώτη και τελευταία φορά που θυμάμαι να χιόνισε στο νησί. Βγήκα λοιπόν, με την άδεια, τις σχετικές συστάσεις τύπου «μη γλιστρήσεις πουθενά, σε παρακαλώ» από τη μάνα μου και βεβαίως το σχετικό… αμπαλάρισμα να παίξω στην πλατεία. Βρήκα και το άλλο το παιδάκι εκεί, ανάλογα εξοπλισμένο με μένα, και φτιάξαμε έναν ωραιότατο χιονάνθρωπο. Φυσικά, φωτογραφηθήκαμε μπροστά στο έργο μας όπως όλοι οι μεγάλοι δημιουργοί, κυρίως της μοντέρνας τέχνης. Πρέπει να έχω ακόμα κάπου τη φωτογραφία αυτή…. Αρκετά χρόνια αργότερα, στην αίθουσα εκδηλώσεων του Λυκείου άκουσα κάποιον να κάνει αυτό-που-κάνουν-μουσική-μόνο-με-το-στόμα (beatbox το λένε;). Ευτυχώς κατάλαβα έγκαιρα ότι είναι... live και όχι σιντί, πριν ζητήσω ευγενικά «να κλείσουν λίγο τη μουσική» και «τον κόψω πάνω στη σκηνή» αφενός και γίνω ρεζίλι αφετέρου. Κι είδα το παιδάκι που παίζαμε μικρά, να έχει γίνει ένας τυπάκος που σ’ εντυπωσιάζει μ’ αυτά που μπορεί να κάνει μόνο με τη φωνή του. Μικρέ μάγε, θυμήθηκα πως κάποτε, για λίγο, ήμασταν γείτονες!

   Μεγαλώσαμε, όπως ωραία «διαγράφει» το «μικρός» στο εξώφυλλο του βιβλίου του ο κύριος Ηλίας. Και δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο να μεγαλώνεις. Όπως δεν είναι και πολύ εύκολο να τραβάς «διαγραφές» πάνω από λέξεις –ό,τι κι αν δηλώνουν αυτές. Κι έτσι το βιβλιαράκι ήρθε κι άραξε πάνω σ’ αυτό που είμαι τώρα. Ή μάλλον, σ’ αυτό που προσπαθώ να γίνω. Και μου θύμισε πώς ήμουν όχι πολλά χρόνια πριν. Ο συγγραφέας του βέβαια μου είπε μια φορά πως τα όμορφα πράγματα που έχουμε μέσα μας δεν χάνονται –ή περίπου αυτό, εγώ έτσι κατάλαβα. Εντάξει, δεν χάνονται. Πάντως κρύβονται ή τα σκεπάζουν άλλα –και δεν εννοώ εκείνους τους δύο που μελετούσα. Αλλάζεις. Το πώς αλλάζεις, προς τα πού και πώς διαχειρίζεσαι τις αλλαγές, είναι καθαρά δικό σου θέμα. Και τα όποια ζόρια κι αν έρθουν, είναι σημαντικό να μπορείς να τα...αξιοποιείς δημιουργικά. Και να ‘χεις δίπλα σου, για να μοιράζεσαι αυτά που φτιάχνεις με τα χέρια και τα ζόρια σου, ανθρώπους που σ’ αγαπούν και αγαπάς, και που μπορείς να τους το λες κάθε φορά που νιώθεις την ανάγκη. Ένα τραγούδι, μια ζωγραφιά, ένα κείμενο και μια βόλτα με κάποιον που σε κοιτάζει στα μάτια, μπορούν να αποδειχθούν σωτήρια τις πιο μαύρες μέρες. Σαν τον χιονάνθρωπο που έφτιαξες, φορώντας το σκουφί που σου ‘βαλε η μάνα σου, που μπορεί να διώξει το κρύο μιας μέρας με χιόνι. Σαν το τραγούδι του τυπάκου, που έγινε κείμενο απ’ το μπαμπά του (οπωσδήποτε εκτός εισαγωγικών) και πήρε τη θέση του σ’ ένα βιβλίο για εκείνον.

   «Υπάρχει λόγος!» να διαβάσεις αυτό το βιβλίο. Γιατί ο Ηλίας προσπαθεί να ακούσει τον ψίθυρο του προσκυνητή της άμμου. Και με τον τρόπο του μας καλεί να τον ακούσουμε κι εμείς –είτε έρχεται από μέσα μας, είτε από κάποιον δίπλα μας. Γιατί είναι σαν ταξιδάκι αναψυχής «μ’ ένα κρυμμένο τραύμα». Κι αν κοιτάξεις το τραύμα σου κατάματα, ακόμα κι αν το έχεις κρύψει καλά κι από το εαυτό σου, το ταξίδι θα ‘ναι αλλιώς. Ίσως όχι πιο εύκολο, μα σίγουρα πιο φωτεινό. Γιατί μας θυμίζει πως, αν σκύβουμε το κεφάλι μας στο χώμα, χώμα θα βλέπουμε, ενώ για το ταξίδι χρειάζεται ουρανός. Γιατί μας καλεί να παίξουμε «το παιχνίδι των λόγων» και μάλιστα μας βοηθά να αρχίσουμε το παιχνίδι, δίνοντας μας τουλάχιστον εικοσιέξι λόγους: τουλάχιστον έναν σε κάθε κείμενο. Γιατί μπορεί η ευτυχία να φαντάζει κάτι μακρινό και, συχνά, άπιαστο, μα ο Ηλίας μας λέει πως «ευτυχία είναι πατάτες τηγανητές» γυρνώντας απ’ το μπάνιο στην «Αγία Κυριακή». Κι αν η μαγεία απ’ τη ζωή σου έχει χαθεί εντελώς, μπορεί να τη βρεις σ’ ένα μπλε βανάκι. Το ίδιο και η αγάπη, όσο δύσκολη κι αν φαντάζει, είναι παντού: στις ουρές της Γραμματείας της Σχολής, στα αμφιθέατρα, ακόμα και στις εξετάσεις. Στα τηλέφωνα, σ’ ένα πάρκο, στα καφέ –μικρά ή μεγάλα– στα βιβλιοπωλεία. Στα καλώδια του ίντερνετ και τα πίξελς της οθόνης του υπολογιστή.

   Σίγουρα κατοικεί σ’ ένα βιβλίο σαν αυτό. Νομίζω είναι το βασίλειό της. Κι ο θρόνος της θα είναι το παγκάκι στη Σπιανάδα, που εύχομαι να καθίσουν ο συγγραφέας μας με το μικρό μάγο να ξεκουραστούν, μετά το παιχνίδι με την μπάλα.