Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2013

αγγίζοντας τις λέξεις...γράφεις.



[Μέρος αυτής της εργασίας πρέπει να θεωρηθεί και το γεγονός ότι παραδόθηκε χειρόγραφη. Κάθε κείμενο γράφτηκε με μολύβι, ξανά και ξανά, με σημειώσεις στο περιθώριο και «αστερίσκους», με τη γόμα και την ξύστρα δίπλα. Μέχρι να «τελειοποιηθεί» και να «καθαρογραφτεί», ξανά στο χέρι, στο ίδιο τετράδιο, με το ίδιο μολύβι.]



   Γράφοντας στο χέρι, «αγγίζεις» το κείμενο, «αγγίζεις» κάθε λέξη που γράφεις. Μπορεί να το χαϊδεύεις ή να το χτυπάς, ανάλογα με τη διάθεσή σου.  Η τριβή της μύτης του μολυβιού με το χαρτί θυμίζει την τριβή τη δική σου με το χρόνο, το χώρο, τους ανθρώπους, μ’ αυτά που νιώθεις και σε κάνουν να γράφεις.

   Και κάποια στιγμή η μύτη μικραίνει τόσο, τόσο χάνεται που δεν μπορείς πια να γράψεις κι αναγκάζεσαι να ξύσεις το μολύβι. Μοιάζει με τη βαθιά ανάσα που παίρνεις πριν κάνεις τη «νέα αρχή», πριν αρχίσεις να ανεβαίνεις μια ανηφόρα (κυριολεκτικά ή μεταφορικά) ή όταν γυρίζεις σπίτι μετά από μια δύσκολη μέρα. Τότε, που είσαι πάλι ο ίδιος, μα νιώθεις να έχεις γεννηθεί ξανά.

   Ό,τι νιώθεις γράφοντας μπορεί να «φανερώνεται» στο κείμενο, πριν καν αυτό διαβαστεί. Να φαίνεται στην ένταση που γράφεις, στο πόσο πιέζεις το μολύβι, στην απόσταση που έχουν οι λέξεις ή τα γράμματα μεταξύ τους. Να φαίνεται, τελικά, η ανάγκη σου να γράψεις. Άλλωστε, η πρώτη εντύπωση σχηματίζεται με την  όραση· η όψη ενός κειμένου. Αμέσως μετά, με την αφή·  πολλές φορές κυριολεκτικά οι λέξεις χαράσσονται στο χαρτί: είναι ανάγλυφες, τις νιώθεις αγγίζοντάς το.

   Μ’ αρέσει να γράφω στους άδειους δρόμους, τα άδεια αστικά λεωφορεία και τα άδεια μπαράκια, μέρη που συνήθως δεν υπάρχει η δυνατότητα για υπολογιστή. Έχω πάντα μαζί μου χαρτί –ακόμα κι αν αυτό είναι το πακέτο απ’ τα τσιγάρα μου– και  μολύβι με την ίδια ευκολία και φυσικότητα που έχω πάντα μαζί μου το σώμα μου, τα μάτια, τα χέρια και το μυαλό μου, πάντα σε ετοιμότητα να σημειώσω μια σκέψη τη στιγμή που γεννιέται. Κάμποσες από αυτές τις σημειώσεις έχουν ξεχαστεί ή πεταχτεί κι άλλες έχουν γίνει κείμενα όπως αυτό εδώ.

   Όλα αυτά έρχονται σε αντίθεση με τα ψυχρά, πανομοιότυπα, δακτυλογραφημένα κείμενα του υπολογιστή. Όταν ο κέρσορας αναβοσβήνει, είναι κάπως σαν να σ’ εκβιάζει, σαν να σε κοροϊδεύει. Και δεν κρατά τίποτα, πέρα από την τελική μορφή του κειμένου.  Το χαρτί σε καλεί, σε περιμένει, και κρατά για πάντα ότι του δώσεις. Αυτές οι λέξεις που θα σβήσεις για να τις αντικαταστήσεις με άλλες που νιώθεις να ταιριάζουν καλύτερα, μένουν αποτυπωμένες στη σελίδα –ακόμα και η φθορά του χαρτιού από τη γόμα είναι μέρος της σχέση σου με το γραπτό. 

Το κείμενο αλλάζει για να γίνει «όπως ήταν να γίνει», να βρει τον προορισμό του και η πορεία του μένει πάντα χαραγμένη στο χαρτί. Όπως οι άνθρωποι, που δεν είναι μια «κενή σελίδα» σε καμιά στιγμή της ζωής τους, κι ότι ζουν δεν σβήνεται ποτέ ούτε από τη «σάρκα», ούτε από την «ψυχή» τους.





 

Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2013

...αγγίζοντάς σε.



Τα χέρια πιο δυνατά είναι από τα μάτια. Η αφή πιο ισχυρή από την όραση. Φαίνεται από το πιο απλό: παίρνεις στα χέρια σου ένα φόρεμα που σου αρέσει για να δεις την υφή και την ποιότητά του. Το φοράς, να το δεις πάνω στο σώμα σου, να αγγίξεις το σώμα σου μέσα σ’ αυτό για να δεις αν σου ταιριάζει. Έπειτα, όταν θα το περιγράφεις στη φίλη σου, δεν θα μπορεί να καταλάβει απόλυτα πώς είναι: θα καταλάβει το χρώμα, το σχέδιο και τη γραμμή. Μα θα λείπει η υφή του. Πρέπει να αγγίξεις για να δεις δηλαδή.
Το ίδιο συμβαίνει και με τους ανθρώπους. Στην πρώτη γνωριμία με κάποιον, την ώρα που συστήνεστε απλώνετε και οι δύο, αυθόρμητα, τα χέρια σας για τη χειραψία. Το «αυθόρμητα» μπορεί να μην σημαίνει «ενστικτωδώς», αλλά ότι έχουμε μάθει από μικροί να υπακούμε στους «κανόνες ευγένειας». Η χειραψία, λοιπόν, μπορεί να είναι μια πολιτισμική κατασκευή, όμως δεν παύει να δείχνει την αναγκαιότητα της ελάχιστης, έστω, σωματικής επαφής για να αρχίσεις να γνωρίζεις κάτι. Τη στιγμή εκείνη μπορεί να καταλάβεις πολλά, μπορεί και τίποτα –αν και το «τίποτα» είναι πάντα «κάτι». Ίσως αδιαφορία:  ένας από τους δύο –ή και οι δύο- να «είναι κάπου αλλού». Ωστόσο, η απουσία αυτή δεν είναι σε καμία περίπτωση «απουσία νοήματος».                                                            
Η ένταση και η διάρκεια του αγγίγματος, ακόμα και η θερμοκρασία και η σταθερότητα των χεριών έχουν αναμφίβολα κάτι να πουν γι’ αυτά τα δύο άτομα που τα χέρια τους αγγίζουν το ένα το άλλο. Που τα χέρια τους είναι συγχρόνως «αγγίζοντα» και «αγγιζόμενα», με τρόπο ανάλογο μ’ αυτόν που ο ζωγράφος βλέπει τον κόσμο αλλά και «βλέπεται», διαπερνάται από αυτόν, προκειμένου να τον ζωγραφίσει «όπως είναι».  Άλλωστε, ακριβώς αυτή η διαλεκτική είναι ο πυρήνας της αντίληψης. Γι’ αυτό και τα παραδείγματα είναι τόσα πολλά. Ένα τυχαίο άγγιγμα από κάποιον που σου αρέσει, μα δεν τολμάς να του το πεις μπορεί να κάνει την καρδιά σου να χτυπά τόσο δυνατά που νομίζεις πως θα σπάσει. Κι αν ένας φίλος σου είναι λυπημένος, κανένα βλέμμα, καμία λέξη δεν μπορεί να τον παρηγορήσει καλύτερα από μια αγκαλιά.
Ο τυφλός βλέπει με την αφή. Γνωρίζει τον κόσμο αγγίζοντάς τον. Ερωτεύεται με την αφή. Αγαπάει με την αφή.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι ο Merleau-Ponty[i] χρησιμοποιεί περιπτώσεις παθολογίας για να μας μιλήσει για το φυσιολογικό, τη βαθύτερη δομή του και το πώς τελικά αυτό «συμβαίνει», η όραση είναι μια μορφή αφής. Καλύτερα: η όραση είναι σχεδόν αφή.
Μέσω των ματιών κεντρίζει το ενδιαφέρον σου ένας άνθρωπος: τα χαρακτηριστικά του και το σώμα του, πώς είναι ντυμένος, πώς στέκεται και κινείται στο χώρο. Θες να τον γνωρίσεις. Πλησιάζεις. Καθώς λες το όνομά σου απλώνεις το χέρι σου: η πρώτη ουσιαστική επαφή. Μετά η χροιά και το χρώμα, η «υφή» της φωνής. Συζητάτε, έχετε αρκετά κοινά και η ώρα περνάει ευχάριστα. Τίποτα από όλα αυτά όμως δεν είναι αρκετά για να εκφράσουν το ενδιαφέρον σου και τελικά την έλξη σου γι’ αυτόν, αν ένα «τυχαίο», πάνω στη συζήτηση άγγιγμα δεν γίνει παρατεταμένο, ζεστό και έντονο. Τίποτα δεν αρκεί για να καταλάβεις τι σκέφτεται κι εκείνος για σένα, όσο η ανταπόκριση στο άγγιγμα αυτό: αν το δεχτεί, δεν είναι απλά «ο δέκτης» ενός μηνύματος που εσύ στέλνεις.
Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ «πομπού» και «δέκτη» Η ίδια η αποδοχή του δικού σου αγγίγματος από τον άλλον, γίνεται δική του διακριτή ενέργεια, είναι κι αυτή ένα «μήνυμα». Τα χέρια σας είναι, ξανά, συγχρόνως «αγγίζοντα» και «αγγιζόμενα».
Γνωρίζεις με την αφή. Ερωτεύεσαι με την αφή. Αγαπάς με την αφή.
Μπορείς να γνωρίσεις ένα πρόσωπο/όταν τα χείλια σου ανακαλύπτουν
τις αλλεπάλληλες επιφάνειες που σώρευσαν οι καιροί./Μα έπειτα δε σου φτάνει.
Έπειτα θες να βρεις όλες τις μικρές φλέβες/καθώς απλώνονται κάτω από το δέρμα (…), γράφει ο Τίτος Πατρίκιος στο «Μεγάλο Γράμμα». Και λίγο πιο κάτω:
Όπου μ’ άγγιζες  πονούσα./Όπου δε μ’ άγγιζες/ πονούσα.
Όχι στιγμιαία, μα εξακολουθητικά. Η ίδια η συνύπαρξη είναι άγγιγμα, ούτως ή άλλως. «Άγγιζες» κι όχι «άγγιξες», «πονούσα» κι όχι «πόνεσα». Με διάρκεια, που είναι και αναγέννηση. Ανακαλύπτεις τον άλλον ξανά και ξανά, απ’ την αρχή κάθε φορά. Αλλιώς κάθε φορά. Κάθε άγγιγμα είναι καινούριο, «σαν την πρώτη φορά». Μια νέα ανακάλυψη επιφανειών, φλεβών... συναισθημάτων.                        
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τη γλώσσα: Αν μιλάς για κάτι σημαντικό για σένα, ακόμα και οι καθημερινές λέξεις που χρησιμοποιείς είναι σαν να πλάθονται τη στιγμή εκείνη. «Φορτίζονται» με το νόημα που γεννά η ανάγκη σου να εκφραστείς.
Έτσι, κάθε άγγιγμα, κάθε χάδι στα μαλλιά, το πρόσωπο, το σώμα είναι μέρος ακριβώς αυτής της διαδικασίας. Την εξελίσσει και την εκφράζει. Είναι ανάγκη, κι όπως καθετί αναγκαίο είναι γεμάτο νόημα. Νόημα τόσο ξεκάθαρο και ταυτόχρονα τόσο «θολό», σαν κάτι που εκφράζεις άμεσα και παράλληλα πρέπει ο άλλος να το αποκρυπτογραφήσει. Κι εκεί βρίσκεται η ομορφιά, στο παιχνίδι της αντίθεσης «φανερό-κρυφό». Εκεί, όπου αναδεικνύεται η ουσία του μηνύματος, πάνω και πέρα από το μέσο που χρησιμοποιείς για να το εκφράσεις.
*****
Έτσι, όταν εκείνος τη ρωτούσε συχνά τα βράδια «γιατί να είναι τόσο ωραία τα χάδια σου;» ήξερε ακριβώς τι να του απαντήσει. Ήξερε από την πρώτη φορά που τη ρώτησε, μα δεν ήθελε να του απαντήσει. Η αφή είναι πιο δυνατή απ’ την ομιλία, όταν έχεις πραγματικά κάτι να πεις.


[i] Ο Maurice Merleau-Ponty (1908-1961) ήταν Γάλλος φιλόσοφος. Φοίτησε στην Ecole Normale Supérieure, και το 1948 έγινε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Λυών και το 1949 στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης. Απ’ το 1952 έως το θάνατό του κατείχε την έδρα της Φιλοσοφίας στο College de France.  Συνεργάστηκε με τον Jean-Paul Sartre στο περιοδικό Les temps modernes (Μοντέρνοι Καιροί), ως διευθυντής και μέλος της συντακτικής επιτροπής από το 1945 που κυκλοφόρησε πρώτη φορά, μέχρι το 1953. Το σημαντικότερο έργο του, Φαινομενολογία της αντίληψης (Phénoménologie de la perception), εκδόθηκε το 1945.
Το κείμενο αυτό είναι σκέψεις με αφορμή σημεία του έργου του Ponty. Κυρίως από τα Cezanne's doubt στο Sens et non-sens (1948) και L’ Œil et l’ Esprit (1961). (Η ελληνική μετάφραση Η αμφιβολία του Σεζάν – Το μάτι και το πνεύμα, από τις εκδόσεις Νεφέλη, 1991).



Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2013

"Τώρα θα δεις μες της ψυχής τα υπόγεια τραπέζι με ψωμί, νερό κι αλάτι…."






Τώρα θα δεις τα χρώματα ν' αλλάζουνε
Και τα βουνά να σμίγουν ένα ένα
Άγγελοι σαν θνητοί θα σ' αγκαλιάζουνε
Εχθροί θα σου μιλούν αγαπημένα

Τώρα θα πιω νερό απ' το ποτήρι σου
Δικά σου θά' ναι πια όσα δεν έχω
Θα σπρώξω ουρανό στο παραθύρι σου
Κι ό,τι δεν άντεχα θα το αντέχω

Τώρα θα πιάσω σπίτι στον παράδεισο
Τζάμπα οικόπεδο σε παραλία
Του έρωτα θα βάλω το πουκάμισο
Και θα νικήσω δίχως πανοπλία

Τώρα θα δεις με της ψυχής τα υπόγεια
Τραπέζι με ψωμί νερό και αλάτι
Τώρα που δεν υπάρχουνε διόδια
Που πέφτει σαν ζεστή βροχή η αγάπη



*****
Με το θάνατο ή την τρέλα γίνονται αυτά. «Τώρα θα πιάσω σπίτι στον παράδεισο» ή «τζάμπα οικόπεδο σε παραλία». Πετάς την πανοπλία σου,  σίγουρος για τη νίκη σου, αν δεν έχεις τίποτα να χάσεις. 
Ο πεθαμένος κι ο τρελός δεν έχει τίποτα να χάσει. Στον έρωτα, μικρή διαφορά έχει. 

«Κι ότι δεν άντεχα, θα το αντέχω». Είναι σχετικό τι αντέχεις και τι όχι, πόσα αντέχεις. 
Στον έρωτα είναι ακαθόριστο: οι «κόκκινες γραμμές σου» κάθε στιγμή πάνε και πιο πέρα. Υπομένεις και δεν μπορεί κανείς να πει, κι ειδικά εσύ, αν εκείνα που υπομένεις αξίζουν γι’ αυτό που τελικά παίρνεις (κυκλοφορεί μια έκφραση για το τι συνήθως παίρνεις, όσο πιο πολλά αντέχεις, μα δε μ’ αρέσει να γράφω έτσι).

«Τώρα που δεν υπάρχουνε διόδια»; Αλήθεια; Πού δεν υπάρχουνε διόδια;
 Γιατί παντού γύρω βλέπω και διόδια και σύνορα και τελωνεία: στο σώμα, τις σκέψεις και τα συναισθήματα, στις σχέσεις, στο σπίτι, μέσα στην ίδια την πόλη.

«Τώρα θα δεις τα χρώματα ν’ αλλάζουνε»… Χμμμ… Στις αποχρώσεις του μαύρου που, όπως είχε πει μια φίλη –αν και σ’ άλλη συζήτηση γι’ άλλο θέμα, κρύβει και το πένθος και το θυμό για τον εαυτό σου που «χάνεται». Μα και τη δύναμή στην προσπάθεια να τον κρατήσεις, μόνος, και παράλληλα να κρύψεις καλά όλο αυτό, εκφράζοντάς το ίσως με μουσική ή σκόρπιες λέξεις πού και πού για να μη σκας.

«Ν’ αλλάζουνε»… Ναι ίσως «σπάει» λίγο, σε μωβ ή σκούρο κόκκινο, όταν είσαι σ’ εκείνο το οικόπεδο στην παραλία. Εκεί, «που πέφτει σα ζεστή βροχή η αγάπη» . Έχω το δικό μου, ευτυχώς, στο οποίο θα ήθελα να διακτινιστώ αυτή τη στιγμή, κι ας είναι η ώρα δυόμισι, κι ας κάνει κρύο.
Έτσι κι αλλιώς, κι εδώ κρύο κάνει. Κι όσο για βροχή… 





[Διόδια", Μουσική: Σταύρος Σιόλας, Στίχοι: Πόλυς Κυριάκου.Ερμηνεία: Φωτεινή Βελεσιώτου και Σταύρος Σιόλας]