Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2013

"Ύφασμα, χαρτί, γυαλί, βροχή...Εσύ."



 

Φεύγοντας της έδωσε ένα πεταχτό φιλί στα χείλη, είπε «θα τα πούμε» κι έκλεισε την πόρτα. Έβρεχε.
Έχει αφήσει ένα μπλουζάκι του πάνω στο κρεβάτι. Την οδοντόβουρτσά του στο μπάνιο. Ένα βιβλίο στο τραπεζάκι του σαλονιού. Η κούπα με τον μισοτελειωμένο καφέ του στον πάγκο.

Τα αντικειμενικά στοιχεία ενός περιβάλλοντος εκφέρουν νόημα. Είναι νόημα.
 Ο ήχος της πόρτας που κλείνει είναι κάθε του έξοδος από το περιβάλλον του σπιτιού  της. Κάθε του έξοδος απ’ το δικό της περιβάλλον.  Κάθε σταγόνα βροχής είναι η αίσθηση και η γεύση εκείνου του φιλιού. Το ύφασμα, το πλαστικό, το χαρτί, το γυαλί και ο καφές είναι «Εκείνος».

Το σώμα, έτσι όπως υπάρχει σ’ ένα συγκεκριμένο περιβάλλον, “παράγει” και “επανεξετάζει” νόημα.  Η παρουσία μας μέσα σ’ ένα χώρο, η "τριβή" μας με αυτόν και τους άλλους ανθρώπους μέσα του, τον βάφει με τα χρώματά μας.
Οι λέξεις, όσες έχουν ειπωθεί και όσες έμειναν κρυμμένες, έχουν χαραχθεί στους τοίχους. Οι ανάσες που παγώνουν στο τζάμι είναι πνιγμένες σκέψεις μαζί  με τον ατμό απ’ το νερό που βράζει για τον καφέ μας το πρωί.       

Το νόημα επανεξετάζεται κάθε στιγμή.
Αν ωφελεί οι λέξεις να σκαλίζουν τους τοίχους και οι ανάσες να παγώνουν.  Αν ωφελεί μια πόρτα που έχει κλείσει τόσες φορές.
Αν πράγματι "συνυπάρχεις" και "συνομιλείς" με ένα μπλουζάκι, μια οδοντόβουρτσα, ένα βιβλίο και μια κούπα. Κυρίως, αν σ' αυτή τη συνομιλία σου λένε αυτά που πράγματι θα σου έλεγε εκείνος που τα άφησε ή αυτά που θα ήθελες εσύ ν' ακούσεις απο εκείνον -αν και συνήθως τα δύο αυτά είναι κάπως παράξενα μπλεγμένα.

Και το νόημα παράγεται κάθε στιγμή. 
Έτσι, η βροχή μυρίζει καινούργια φιλιά, καινούργιες σκέψεις γεννιούνται, άλλες για να γίνουν λόγια κι άλλες καταδικασμένες να πνιγούν.
Έτσι, βάζει ξανά το νερό να βράσει για τον καφέ τους, αφού ο ήχος της πόρτας που κλείνει σημαίνει και κάθε του επιστροφή στο σπίτι της. Κάθε του επιστροφή στο δικό της περιβάλλον.


                                 [Δεν προλαβαίνω να σκεφτώ τι πιο πολύ....]

Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2013

Ποια κριτική παρουσίαση;

The next day I go on lightly and limitless within my limitations...

Η ζωγραφική ήταν ο κόσμος του και ο τρόπος του να υπάρχει. Εργάζεται μόνος, δίχως μαθητές, δίχως ίχνος θαυμασμού από την πλευρά της οικογένειάς του, δίχως να δέχεται καμιά ενθάρρυνση απ’ τους κριτικούς. Ζωγραφίζει το ίδιο το απόγευμα της ημέρας που πέθανε η μητέρα του. Στα 1870, ζωγραφίζει στην Εστάκ, ενώ οι χωροφύλακες τον αναζητούν ως λιποτάκτη. Κι ωστόσο ο ίδιος έφτασε στο σημείο να αμφιβάλλει γι’ αυτόν τον προορισμό.  (M. Merleau Ponty, Η αμφιβολία του Σεζάν, σ.27)

Ψάχνεις έναν τρόπο να υπάρχεις. Και δεν είναι ένας σ’ όλη σου τη ζωή, ή τουλάχιστον δεν είναι ένας, μέχρι να βρεις εκείνον τον «Ένα», που εκφράζει όσο γίνεται πληρέστερα αυτό που είσαι.
 Η ζωή σου να αντανακλά κάπου. Σ’ έναν άνθρωπο, μια οικογένεια, σ’ ένα βαζάκι από πηλό που έφτιαξες με τα χέρια σου ένα ηλιόλουστο πρωινό που ξύπνησες μόνος, αλλά με όρεξη.
Κάθε πτυχή του χαρακτήρα, της προσωπικότητας βρίσκει έναν τρόπο να «είναι».  
«Ο εργαζόμενος» μπορεί να βρίσκεται σ’ ένα γραφείο στον τελευταίο όροφο ενός ουρανοξύστη ή σ’ έναν κήπο, «ο οικογενειάρχης» σε μια πολυμελή οικογένεια ή σ’ ένα σκυλάκι. «Ο εραστής» σε ροζ τούλια και μαξιλαράκια ή σε μαστίγια και χειροπέδες. Κι όλοι οι συνδυασμοί είναι πιθανοί.


*****
                     

Την εργασία εξαμήνου την έχεις στο μυαλό σου σαν κάτι δομημένο, με τίτλο, αρχή-μέση-τέλος, με περιεχόμενα, βιβλιογραφία και παραπομπές.
«Μια κριτική παρουσίαση στο βιβλίο του Maurice Merleau-Ponty Η αμφιβολία του Σεζάν-Το μάτι και το πνεύμα».

Όμως, ο τρόπος μου «να είμαι», αυτήν την περίοδο τουλάχιστον, δεν είναι να κάνω κριτική παρουσίαση σε κανένα βιβλίο, κανενός. Αλήθεια, προσπάθησα, μα κατέληξα στο ότι δε γινόταν να κάνω τίποτα άλλο από αυτό που τελικά έκανα και παρουσιάζω τώρα εδώ.
Ο τρόπος μου «να είμαι», αυτήν την περίοδο τουλάχιστον, είναι να γράφω. Δεν γράφω κείμενα για να διαβαστούν,  να δείξω ή να πω κάτι σε κάποιον. Μάλλον είναι ένα «απευθύνεσθαι» στον εαυτό μου, μιας και περνάω πολλές ώρες μαζί του, μόνο μαζί του, στο βαθμό που η μαμά μου έχει καταλήξει πως είμαι «έως και ανησυχητικά αντικοινωνική».
Μάλιστα σε στιγμές «κορύφωσης» αυτής της «αντικοινωνικότητας» ακόμα και το κείμενο του Ponty στην προσπάθειά μου να το «παρουσιάσω κριτικά», συγχωρέστε με, μα φαινόταν να κάνει «φασαρία», κάτι που αντέχω όλο και λιγότερο τελευταία.
Μόλις έχουμε τελειώσει το μάθημα, όταν, όπως συμβαίνει πολλά μεσημέρια παίζει τσιφτετέλια στη Λέσχη. Το λεωφορείο με τον αριθμό 17 δεν έρχεται να πάω επιτέλους σπίτι μου, οπότε για να επιβιώσω (εντός ή εκτός εισαγωγικών), βάζω τη δική μου μουσική τέρμα και γράφω αυτό εδώ.
Αμφιβάλλω αν αυτός είναι ένας τρόπος «σωστός» ή «υγιής». Πάντως σε μένα σήμερα το μεσημέρι φάνηκε καλύτερος από το να χορεύω παρέα με τις άλλες συμφοιτήτριές μου στη λέσχη. Έτσι μπορεί να μην είμαι απόλυτα σίγουρη ποιος είναι ο τρόπος μου να υπάρχω, μπορώ όμως να πω σχεδόν με σιγουριά ποιος ΔΕΝ είναι.
Αμφιβάλλω αν είναι, και δεν ξέρω την κατάληξή του, εκτός κι αν κατάληξη εννοούμε το τέλος κάθε κειμένου. Και για την πορεία του ανησυχώ κάποιες φορές, γιατί, καθώς γράφω, νιώθω πως το κείμενο μετατρέπεται σ’ ένα ακατάσχετο παραλήρημα «άνευ νοήματος». Το «άνευ νοήματος» πάντα σε εισαγωγικά, καθώς το νόημά του είναι η ίδια του η ύπαρξη και ταυτόχρονα η δική μου ύπαρξη καθώς ζω γράφοντάς το –ή παραληρώντας, μπορείτε να το πείτε όπως θέλετε- και προσπαθώντας να έχει μια δική του, εσωτερική συνοχή. Συνοχή δική μου, τελικά, αυτών που ζω, νιώθω και σκέφτομαι.

Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2013

Τίτος Πατρίκιος, "Μεγάλο γράμμα"

[...]

VI
Μπορείς να γνωρίσεις ένα πρόσωπο
όταν τα χείλια σου ανακαλύπτουν
τις αλλεπάλληλες επιφάνειες που σώρευσαν οι καιροί.
Μα έπειτα δε σου φτάνει.
Έπειτα θες να βρεις όλες τις μικρές φλέβες
καθώς απλώνονται κάτω απ' το δέρμα
να βρεις όλα τα τραγούδια που δεν ειπώθηκαν
όλες τις μνήμες που ταξίδεψαν
στα λεπτά μονόξυλα
των στιγμών.

Το γέλιο σου άξαφνα ν' αρπάζει απ' το μπράτσο
ένα άλλο γέλιο
και να γυρνάν στους δρόμους ξεκουφαίνοντας τη γειτονιά
σαν μαθητές που σπαν τα καλαμάρια τους
στην πόρτα του σχολείου...
Ένα κεφάλι ν' ακουμπάει στον ώμο σου
κι ο ήλιος να καπνίζει το τελευταίο τσιγάρο
και να φεύγει
αφήνοντας τη μέρα μες στα χέρια μας
άδειο πακέτο πυκνογραμμένο πολύτιμες
σημειώσεις....

Μα έπειτα
κι αυτό δε φτάνει.
Θες πιο πολλά.
Κι ετούτο το παρόν που καίει και καίγεται
ετούτος ο πελώριος λιοψημένος ξυλοκόπος
ακολουθεί παντού με το βαρύ του βήμα
κι εύκολα δε χορταίνει δεν γελιέται
όλο ακονίζοντας το τσεκούρι του στα κόκκαλα
όλο γυρεύοντας.
Και ξέρεις πως η δίψα του είναι η δική σου δίψα.

Θέλουμε πιο πολλά
τα θέλαμε όλα.
Δεν γινόταν αλλιώς.
Ό,τι μας έφτανε χτες
για σήμερα ήταν λίγο.
Ό,τι μας γέμιζε χτες
ήθελε κι άλλο σήμερα για να μη χαθεί.

Ναι, μα ένας άνθρωπος
δεν είναι πορτοκάλι να τον ξεφλουδίζεις
δεν είναι πράγμα
να τον κόβεις στα δύο και στα τέσσερα.
Είχες μια τρυφερή καρδια κοριτσάκι.
Πίστεψε αν αδέξια την έσφιγγα
δεν το 'κανα για να πονάς.
Ήθελα να σ' αγαπώ
μα ήσαν πολλά τα όσα δεν ξέραμε
ήσαν πολλά τα όσα δεν είχαμε μάθει ακόμα.

Κι αν ήμουν άντρας
κι έπρεπε να 'μαι δυνατός
(έπρεπε...)
να το ξέρεις:
Όπου μ' άγγιζες πονούσα.
Όπου δε μ' άγγιζες
πονούσα.
Και μέσα μου φούσκωναν ολόκλειστα
τα δικά μου τα ποτάμια
που θα μπορούσαν να ποτίσουν
όλα τα λησμονημένα περιβόλια
[...]

ΧΧVIII

Τελειώσανε πια τα ερωτήματα
που δεν περιμένουν απάντηση
που τα προφέρουμε περισσότερο για ν' ακουστεί η φωνή μας
παρά για την όποια απάντηση κι αν έρθει.
Δε φοβάμαι πια για τίποτα.
Μπορώ να βάλω εδω στην αρχή ένα εγώ
και να ξέρω πως μιλάω για τον εαυτό μου.
Οι ανοιχτοί δρόμοι έχουν γίνει
για τα βήματά μας.

Κι αν καθόλου δεν ξέρεις πως υπάρχω,
κι αν ποτέ δε συλλογίστηκες
τους ανεμόμυλους που αλέθουνε το χρόνο μας,
δε με πειράζει.
Θα παλέψω.
Με τα νύχια και τις γροθιές
με τα δόντια
θα παλέψω.
Και να 'σαι σίγουρη
πως θα χαράξω την παρουσία μου ανεξίτηλη
στις πέτρινες κόχες του διαστήματος
που θα κινείσαι.
Δε θ' αφήσω να χαθεί τίποτα.


Ακόμη κι η βεβαιότητα μιας διαδρομής
που έγινε.

Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2013

Αντανάκλαση

I guess we always knew...


Αν κάθε αντικείμενο είναι ο «καθρέφτης όλων των άλλων» , αναλογικά, κάθε άνθρωπος είναι «καθρέφτης» όλων των άλλων ανθρώπων.

Κι αν σε έναν καθρέφτη βλέπεις το είδωλό σου, όπως «είναι» ή όπως νομίζεις πως «είναι»,  το ίδιο γίνεται και στα μάτια των γύρω σου.


Ίσως γι’ αυτό μου αρέσουν τα άδεια αστικά λεωφορεία, οι άδειοι δρόμοι, τα άδεια μπαράκια. Τελικά δεν είναι ότι δε θέλω να με «βλέπουν οι άλλοι». Είναι ότι δεν θέλω εγώ να βλέπω τον εαυτό μου στα μάτια τους. Όχι πάντα. Αλλά να, ας πούμε μερικές φορές θα ήθελα πολύ να είμαι αόρατη, ώστε να κάνω πράγματα που δεν θεωρώ καθόλου κολακευτικά για τον εαυτό μου. Δεν έχει σημασία τι. Άλλες φορές πάλι, τυχαίνει να διαβάζω τις σκέψεις μου σε πρόσωπα περαστικών ή αυτού που κάθεται απέναντί μου στο λεωφορείο και νιώθω περίπου γυμνή.

Τα αντικείμενα δεν θα μπορούσαν να αυτό-φανερωθούν αν δεν μπορούσαν πρώτα να κρυφτούν. Να κρυφτούν πού; Το ένα μέσα στο άλλο, κι όλα μαζί σ’ αυτό που ορίσαμε ως«χώρο» για να συνεννοούμαστε; 
Υπάρχει άραγε κάποια σχέση ανάμεσα σ’ αυτό και το παιχνίδι που παίζαμε παιδιά, το «κρυφτό»; Να κρυφτώ, να μην με βρει ο άλλος, και να εμφανιστώ την κατάλληλη στιγμή, να τον «φτύσω» για να κερδίσω. Συμβαίνει δηλαδή το ίδιο και με τους ανθρώπους;



Κρύβεσαι καλά, κι αν εμφανιστείς την κατάλληλη στιγμή, κερδίζεις. Μα μόνο αν προλάβεις να πεις «φτου» εκεί που ο άλλος «τα φυλάει». Μάλλον τελικά, τα παιδικά παιχνίδια κρύβουν και φανερώνουν αλήθεια. Την κρύβουν καλά όταν είσαι παιδί, ώστε, σχεδόν μηχανικά, να μάθεις τους κανόνες. Την φανερώνουν όταν έχεις πια μεγαλώσει, και παίζεις κρυφτό μέσα στο σπίτι σου ή σε μια πόλη, με τον εαυτό σου ή με κάποιον άλλον. Και περιμένεις την κατάλληλη στιγμή να πεις «φτου» και να κερδίσεις.


Μα η κατάλληλη στιγμή δεν έρχεται.

Κι έτσι σ’ αρέσουν τα άδεια αστικά λεωφορεία,  οι άδειοι δρόμοι, τα άδεια μπαράκια…


                                                                                   Θα σε βρω... Μ' αν θέλεις, κρύψου...