Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2014

Η Φωνή, Charles Baudelaire

Η κούνια μου στηριζόταν στη βιβλιοθήκη, Βαβήλ σκοτεινόν, όπου μυθιστόρημα, επιστήμη, μυθολογία, τα πάντα, η λατινική τέφρα και η ελληνική σκόνη, ανακατευόσαντε. Δεν ήμουν μεγαλύτερος απο ένα βιβλίο.
Δυο φωνές μου μιλούσαν. Η πρώτη, ύπουλη και σταθερή, έλεγε: "Η Γη είναι ένα γλύκισμα ωραίο· μπορώ (και η ευχαρίστησή σου θα 'ναι τότε χωρίς τέλος!) να σου δώσω μιαν όρεξη παρόμοια μεγάλη." Και η δεύτερη: " Έλα! ω, έλα στο ταξίδι των ονείρων, πέρα απο το δυνατό, πέρα απο το γνωρισμένο!" Και η φωνή αυτή ετραγουδούσε όπως ο άνεμος στις ακρογιαλιές, φάντασμα που κλαυθμυρίζει και κανείς δεν ξέρει πούθε ήρθε, που χαϊδεύει το αυτί κι όμως το τρομάζει. Σου απάντησα: "Ναι! Γλυκιά φωνή!"
Απο τότε κρατάει αυτό που μπορεί, αλίμονο! να ειπωθεί πληγή μου και πεπρωμένο μου. Πίσω απο τις σκηνοθεσίες της απεράντου υπάρξεως, στο μελανότερο της αβύσσου, βλέπω καθαρά κόσμους παράξενους, και, θύμα εκστατικό της οξυδέρκειάς μου, σέρνω φίδια που μου δαγκάνουν τα πόδια. Κι απο κείνο τον καιρό αγαπώ τόσο τρυφερά, καθώς οι προφήτες, την έρημο και τη θάλασσα, γελώ στα πένθη και κλαίω στις γιορτές, βρίσκω μια γεύση γλυκιά στο πιο πικρό κρασί, νομίζω πολλές φορές για ψέματα τις αλήθειες, και, με τα μάτια στον ουρανό, πέφτω σε γκρεμούς.

Αλλά η Φωνή με παρηγορεί και λέει: "Κράτησε τα όνειρά σου· οι συνετοί δεν έχουν έτσι ωραία σαν τους τρελούς!" 


(μετάφραση Κ. Καρυωτάκη)

Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2014

Του χαρτοπόλεμου η βία.




Βγες! Πιες! Διασκέδασε! 
Παροξυσμός.
Ημίγυμνες λαγουδίτσες και γατούλες σε ξενυχτάδικα που παίζουν λαϊκά. Μουσάτοι, με ξυρισμένο κεφάλι ή ανακατωμένα μαλλιά, μεταξύ "alternative" και κυριλέ, την πέφτουν στις λαγουδίτσες και τις γατούλες στα ξενυχτάδικα που παίζουν λαϊκά.

Ζόμπι και κλόουν πιο τρομακτικοί από τα ζόμπι. Σκελετοί και φαντάσματα ή σχιζοφρενείς δολοφόνοι. Σε ροκ μπαράκια.

Άντρες που ντύνονται γυναίκες. Γυναίκες που ντύνονται άντρες. Χορεύτριες και καλόγριες, βασίλισσες και πόρνες. Μαφιόζοι και παππάδες, μπάτσοι και παράνομοι. Όλοι στους δρόμους τις νύχτες αυτές.

Και τις άλλες;

Αν οι απόκριες δε σου κάνουν πια αίσθηση, μπορεί να σημαίνει ότι έχεις κουραστεί από τις καθημερινές μεταμφιέσεις. Όταν χαμογελάς σε φίλους και γνωστούς, για να μην πεις πόσο τους βαριέσαι, πόσο θα ‘θελες να ανοίξει μια καταπακτή και να βρεθείς στο δωμάτιο σου, με τα βιβλία και τα τσιγάρα σου. Kαι τη μουσική σου. Όταν μιλάς με τη μάνα σου στο τηλέφωνο και τη διαβεβαιώνεις πως ναι, έχεις φάει, κι ας έχει πάει πέντε και είσαι μόνο με καφέ. Και κυρίως όταν φοράς τη μάσκα χαλαρότητας, ενώ καίγεσαι. Το «μου έλειψες» και το «σε θέλω» που δεν λένε ούτε τα μισά από εκείνα που νιώθεις. Όταν πια ο θυμός κι η λύπη μεταμφιέζονται σε αδιαφορία (κάτι σαν αδιαφορία) –πάντα για τη δική σου προστασία. Όταν αρχίζεις να κρύβεσαι κι απ’ τα τραγούδια ακόμα.



Όταν όλοι ανυπομονούν να μασκαρευτούν, να κρύψουν την αλήθεια τους πίσω από μάσκες, καπέλα και μακιγιάζ, εσύ περιμένεις κάποιος να ορίσει τη μέρα που θα πρέπει ο καθένας να είναι «ο εαυτός του».


Απροκάλυπτα. Ξεμέθυστα και γυμνά.