Παρασκευή 28 Μαρτίου 2014

Ξημέρωμα



Ξέρεις πώς είναι, πέφτοντας στο κρεβάτι, να πιστεύεις πως δεν θα ξημερώσει; Το έλλογο να δίνει τη θέση του στο (παρ)άλογο, αφού οι νόμοι της Φυσικής λένε πως τη νύχτα διαδέχεται η μέρα νομοτελειακά, ενώ οι πιθανότητες να μην σε βρει, εσένα ειδικά, το ξημέρωμα είναι μάλλον λίγες –τα άφιλτρα θα αργήσουν να κάνουν τη δουλειά τους. Όμως αυτό το νομοτελειακά ή αλλιώς το όσο και να χτυπιέσαι η νύχτα θα παραδίδεται στη μέρα, απουσιάζει τα βράδια του παραλογισμού. Πρόσεξε, δε μιλάω για προσδοκία, μα για σιγουριά. Δεν επιθυμείς να μην ξημερώσει –έχεις, άλλωστε, πράγματα να κάνεις. Νιώθεις, σχεδόν ξέρεις πως ήλιος δε θα βγει. Κι όπως συμβαίνει όταν σε καταπίνει το σκοτάδι –με κάθε σκοτάδι που σε καταπίνει– φοβάσαι. Κι αν κάποτε αποκοιμηθείς και σε ξυπνήσει το φως που μπαίνει απ’ τις κουρτίνες ή αν ξάγρυπνη δεις την πρώτη αχτίδα, χαμογελάς. Χαμόγελο ειρωνείας για τις ανορθολογικές σου σκέψεις, μα κατά βάθος ανακούφισης: «Να, ηλίθια, ξημέρωσε!». Κι αυτό να συνεχίζεται για μερικά βράδια ακόμα· να φεύγει για κάμποσο καιρό· και να επανέρχεται.

Πες μου, ξέρεις πως είναι; Είναι σαν να πεθαίνεις και ο κόσμος να πεθαίνει μαζί σου. Και το ξημέρωμα ο θάνατός σας να αναβάλλεται για όταν πέσει ξανά το σκοτάδι. Κι αυτό τρία μερόνυχτα στη σειρά.

Να πεθαίνεις τρία βράδια στη σειρά και ο κόσμος να πεθαίνει μαζί σου. Να μην μάθεις ποτέ πώς είναι. Να σχεδιάζεις με σχετική ακρίβεια τη μέρα που έρχεται, πριν ρυθμίσεις το ξυπνητήρι σου και γυρίσεις πλευρό να κοιμηθείς.


Σου εύχομαι να μην αμφιβάλεις ποτέ για το ξημέρωμα. Πονάει.



Κυριακή 16 Μαρτίου 2014

Dead and lovely

She was a middle class girl
She was in over her head
She thought she would
Stand up in the deep end

He had a bullet proof smile
He had money to burn
She thought she had the moon
In her pocket

But now she's dead
She's so dead
Forever dead and lovely now

I've always been told to
Remember this...
Don't let a fool kiss you
Never marry for love

He was hard to impress
He knew everyone's secrets
He wore her on his arm
Just like jewelry

He never gave but he got
He kept her on a leash
He's not the kind of wheel
You fall asleep at

But now she's dead
Forever dead
Forever dead and lovely now

Come closer, look deeper
You've fallen fast
Just like a plane on a
Stormy sea

She made up someone to be
She made up somewhere to be from
This is one business in the world
where that's no problem at all

Everything that is left
They will only plow under
Soon every one you knew
Will be gone

And now she's dead
Forever dead
Forever dead and lovely now

But now she's dead
Forever dead
Forever dead and lovely now

I've always been told to
Remember this...
Don't let a kiss fool you
Never marry for love

Everything has its price
Everything has its place
What's more romantic
Than dying in the moonlight?

Now they're all watching the sea
What's lost can never be broken
Her roots were sweet
But they were so shallow

And now she's dead
Forever dead
Forever dead and lovely now


Παρασκευή 7 Μαρτίου 2014

μια βόλτα.



τρείς καφέδες σήμερα. τρεις καφέδες. σε μια όμορφη μέρα .

της είχες λείψει. οι κουβέντες σας, μα πιο πολύ το βλέμμα σου. της συμβαίνει σπάνια τελευταία να της λείπει κάποιος. είναι πράγματα για ‘κείνην που θα ‘θελε να σου πει, μα δεν μπορεί. μην τη ρωτήσεις ποτέ γιατί. δε φταις εσύ. ίσως ούτε κι εκείνη. ίσως σε πολύ καιρό, αν η σκάλα υπάρχει ακόμα κι αν φτιάξουν ξανά εκείνη την ωραία μπάρα. σε χίλια χρόνια. ξέρει πως θα είναι ακόμα αφημένο εκείνο το μπουκέτο λουλούδια στη λίμνη. αν το είδατε σήμερα, θα είναι πάντα εκεί. ξέρεις, την εκνευρίζει η απόδοση των πάντων στην ερωτική έλξη –κι ακόμα χειρότερο, στη σεξουαλική επιθυμία. το μπουκέτο με τα λουλούδια ήταν εκεί, γιατί κάποιος αυτοκτόνησε τον περασμένο μήνα. και μιας και τη ρώτησες σήμερα, σου λέει πως αν δεν θέλει και για εκείνη αφημένο κάπου ένα μπουκετάκι, είναι γιατί αγαπάει τη ζωή για ζεστά βλέμματα σαν το δικό σου και για όμορφες κουβέντες. την καταλαβαίνω, νομίζω -μια απο τις λίγες φορές. είναι «αποπτωχευτικό» να αποδίδει κάποιος μια ωραία βόλτα στην προσδοκία ή την πρόθεση να βρεθούν δυο άνθρωποι κάποια στιγμή στο κρεβάτι μαζί. σχεδόν μισεί όποιον το λέει. προσβάλει τις λέξεις της και τα μάτια σου. προσβάλει τη λίμνη  –που δεν ξέρουμε αν θα ‘θελε να ‘ναι θάλασσα, εγώ όμως ξέρω πως εκείνη σήμερα θα ήθελε να ήταν, για μια ώρα. «η λίμνη άραγε θα είναι εκεί σε χίλια χρόνια; σίγουρα το μπουκέτο θα είναι». της λέω ότι παραληρεί. μα δε τη νοιάζει. συμφωνήσατε, είπε, πως έτσι επιβιώνει. και της φτάνει που το καταλαβαίνεις εσύ. στο διάολο η εσωτερική συνοχή του κειμένου. έχει. κι όποιος δεν τη βλέπει, δεν ξέρει. και δεν τον ενδιαφέρει να μάθει. δεν είδε εκείνα τα λουλούδια. κι ούτε θα τα δει ποτέ. δεν είδε ούτε κι εκείνη να τα κοιτάζει, σαν δικά της. τ’ άφησε; της τα άφησαν; υπάρχει ένα κομμάτι της που θα ‘θελε να πνίξει. στη λίμνη ή τη θάλασσα. προς το παρόν, το πνίγει στο αλκοόλ όταν αυτό σηκώνει κεφάλι. μια που το ανέφερα λοιπόν, κι επειδή τη ρώτησες σήμερα τι θα ‘θελε για να ‘ναι καλά, σου απαντάω εγώ με αυτό. υπάρχουμε δυο, σίγουρα δυο. μπορεί και με διαφορετικά ονόματα. η μια γράφει σε πρώτο πρόσωπο. και η άλλη σε τρίτο- έτσι πότε αποποιείται, πότε κρύβεται. η μια θέλει να σου μιλήσει κι η άλλη δεν την αφήνει. η μια αγαπά τον αέρα. και η άλλη το βυθό –σπάνια πηγαίνει όμως, κι όταν πηγαίνει είναι για λίγο. αρέσκεται στο να ρίχνει τους άλλους. διασκεδάζει περισσότερο με το να κρατά εκεί την άλλη, για έναν αιώνα ίσως και μερικά ακόμα χρόνια, και λίγο πριν σκάσει να την αφήνει να βγει. και μετά πάλι κάτω. και πάλι. πάλι. αυτό που δεν έχει εντοπίσει ακόμα είναι ποια παίζει με το τσιγάρο στο χέρι της άλλης. αυτό λοιπόν θα ‘θελε να ανακαλύψει για να είναι καλά. αυτό και να φτιάξουν ξανά εκείνη την παλιά μπάρα στη σκάλα. σ’ όσες χιλιάδες χρόνια κι αν γίνουν αυτά, ακόμα κι αν έχετε χαθεί, θα βρεθείτε. θα σου στρίψει τσιγάρο, θα πιείτε καφέ, μετά θα κάνετε όσες βόλτες χρειαστεί μέχρι να βρείτε εκείνο το μπουκέτο. εκεί θα σου απαντήσει ειλικρινά σ’ ότι τη ρώτησες σήμερα. για εκείνη τη μέρα που έπινε. για το τι ήθελε ν’ αλλάξει στη ζωή της. για το ποια, τελικά, έκαιγε το χέρι ποιας. θα αφήσει κι εκείνη λίγα λουλούδια δεμένα με την κορδέλα από μαύρο βελούδο που φοράει στο λαιμό. θα περπατήσετε μαζί όπως και τώρα, ως εκεί που οι δρόμοι σας χωρίζουν.

μα τότε θα είναι αλλιώς.