Παρασκευή 7 Μαρτίου 2014

μια βόλτα.



τρείς καφέδες σήμερα. τρεις καφέδες. σε μια όμορφη μέρα .

της είχες λείψει. οι κουβέντες σας, μα πιο πολύ το βλέμμα σου. της συμβαίνει σπάνια τελευταία να της λείπει κάποιος. είναι πράγματα για ‘κείνην που θα ‘θελε να σου πει, μα δεν μπορεί. μην τη ρωτήσεις ποτέ γιατί. δε φταις εσύ. ίσως ούτε κι εκείνη. ίσως σε πολύ καιρό, αν η σκάλα υπάρχει ακόμα κι αν φτιάξουν ξανά εκείνη την ωραία μπάρα. σε χίλια χρόνια. ξέρει πως θα είναι ακόμα αφημένο εκείνο το μπουκέτο λουλούδια στη λίμνη. αν το είδατε σήμερα, θα είναι πάντα εκεί. ξέρεις, την εκνευρίζει η απόδοση των πάντων στην ερωτική έλξη –κι ακόμα χειρότερο, στη σεξουαλική επιθυμία. το μπουκέτο με τα λουλούδια ήταν εκεί, γιατί κάποιος αυτοκτόνησε τον περασμένο μήνα. και μιας και τη ρώτησες σήμερα, σου λέει πως αν δεν θέλει και για εκείνη αφημένο κάπου ένα μπουκετάκι, είναι γιατί αγαπάει τη ζωή για ζεστά βλέμματα σαν το δικό σου και για όμορφες κουβέντες. την καταλαβαίνω, νομίζω -μια απο τις λίγες φορές. είναι «αποπτωχευτικό» να αποδίδει κάποιος μια ωραία βόλτα στην προσδοκία ή την πρόθεση να βρεθούν δυο άνθρωποι κάποια στιγμή στο κρεβάτι μαζί. σχεδόν μισεί όποιον το λέει. προσβάλει τις λέξεις της και τα μάτια σου. προσβάλει τη λίμνη  –που δεν ξέρουμε αν θα ‘θελε να ‘ναι θάλασσα, εγώ όμως ξέρω πως εκείνη σήμερα θα ήθελε να ήταν, για μια ώρα. «η λίμνη άραγε θα είναι εκεί σε χίλια χρόνια; σίγουρα το μπουκέτο θα είναι». της λέω ότι παραληρεί. μα δε τη νοιάζει. συμφωνήσατε, είπε, πως έτσι επιβιώνει. και της φτάνει που το καταλαβαίνεις εσύ. στο διάολο η εσωτερική συνοχή του κειμένου. έχει. κι όποιος δεν τη βλέπει, δεν ξέρει. και δεν τον ενδιαφέρει να μάθει. δεν είδε εκείνα τα λουλούδια. κι ούτε θα τα δει ποτέ. δεν είδε ούτε κι εκείνη να τα κοιτάζει, σαν δικά της. τ’ άφησε; της τα άφησαν; υπάρχει ένα κομμάτι της που θα ‘θελε να πνίξει. στη λίμνη ή τη θάλασσα. προς το παρόν, το πνίγει στο αλκοόλ όταν αυτό σηκώνει κεφάλι. μια που το ανέφερα λοιπόν, κι επειδή τη ρώτησες σήμερα τι θα ‘θελε για να ‘ναι καλά, σου απαντάω εγώ με αυτό. υπάρχουμε δυο, σίγουρα δυο. μπορεί και με διαφορετικά ονόματα. η μια γράφει σε πρώτο πρόσωπο. και η άλλη σε τρίτο- έτσι πότε αποποιείται, πότε κρύβεται. η μια θέλει να σου μιλήσει κι η άλλη δεν την αφήνει. η μια αγαπά τον αέρα. και η άλλη το βυθό –σπάνια πηγαίνει όμως, κι όταν πηγαίνει είναι για λίγο. αρέσκεται στο να ρίχνει τους άλλους. διασκεδάζει περισσότερο με το να κρατά εκεί την άλλη, για έναν αιώνα ίσως και μερικά ακόμα χρόνια, και λίγο πριν σκάσει να την αφήνει να βγει. και μετά πάλι κάτω. και πάλι. πάλι. αυτό που δεν έχει εντοπίσει ακόμα είναι ποια παίζει με το τσιγάρο στο χέρι της άλλης. αυτό λοιπόν θα ‘θελε να ανακαλύψει για να είναι καλά. αυτό και να φτιάξουν ξανά εκείνη την παλιά μπάρα στη σκάλα. σ’ όσες χιλιάδες χρόνια κι αν γίνουν αυτά, ακόμα κι αν έχετε χαθεί, θα βρεθείτε. θα σου στρίψει τσιγάρο, θα πιείτε καφέ, μετά θα κάνετε όσες βόλτες χρειαστεί μέχρι να βρείτε εκείνο το μπουκέτο. εκεί θα σου απαντήσει ειλικρινά σ’ ότι τη ρώτησες σήμερα. για εκείνη τη μέρα που έπινε. για το τι ήθελε ν’ αλλάξει στη ζωή της. για το ποια, τελικά, έκαιγε το χέρι ποιας. θα αφήσει κι εκείνη λίγα λουλούδια δεμένα με την κορδέλα από μαύρο βελούδο που φοράει στο λαιμό. θα περπατήσετε μαζί όπως και τώρα, ως εκεί που οι δρόμοι σας χωρίζουν.

μα τότε θα είναι αλλιώς.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου