Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2014

...beyond "words"



Όχι. Σ’ εκείνον δεν θα θέλει να γράψει τίποτα. Ειδικά μετά απ’ τις μέρες στο νησί. Του τα έχει πει όλα. Του τα είπε όλα σ’ εκείνη την παραλία που περνούσαν τα μεσημέρια τους, σ’ εκείνο το μπαλκονάκι που περνούσαν τα βράδια τους. Σ’ εκείνο το δωμάτιο που πέρασαν «μια μικρή ζωή». Όλα σε αμέτρητες μικρές πυκνές στιγμές. Εκεί, που δεν υπήρχε χρόνος. Υπήρχε μόνο αγκάλιασμα, ζέστη, βλέμμα και ψίθυροι. Σίγουρα σ’ εκείνον δεν θέλει να πει τίποτα παραπάνω. Δεν έχει να πει –μέχρι την επόμενη φορά που θα τον δει, βέβαια. Γιατί γεμίζει κάθε φορά που τον βλέπει. Γεμίζει με ζωή και ομορφιά, κάθε φορά που τον βλέπει να την κοιτάζει.
-Μ’ αρέσει να βλέπω ίσια μέσα στα μάτια σου, λουλουδάκι! Είναι υπέροχα τα μάτια σου! 
-Ξέρεις γιατί; Γιατί τη στιγμή που κοιτάζεις εσύ μέσα στα μάτια μου, βλέπω κι εγώ κατευθείαν, ίσια μέσα στα δικά σου. Γι’ αυτό είναι ωραία!

Και ήταν όλο έτσι. Είναι όλο έτσι. Να αισθάνεσαι να δίνεις ότι έχεις και ο άλλος να το αγκαλιάζει. Να σου δίνει κι εκείνος την ψυχή του, κι εσύ να την κλείνεις μέσα στα χέρια σου. Αυτό είναι το «κοντά».

«Κοριτσάκι, ξέρεις τι θα πει κοντά;» την είχε ρωτήσει ένα βράδυ, σ’ ένα από αυτά τα ατέλειωτα τηλεφωνήματα. «Έμαθα» του απάντησε. «Έμαθα μαζί σου. Κοντά σου».

Στιγμές-στιγμές νιώθει πως θα σκάσει. Από χαρά και αγάπη θα σκάσει. Από χαρά που τον αγαπάει. Και του το λέει, κάθε φορά. Το «Κι εγώ σ’ αγαπώ!» είναι ευτυχία. Ευτυχία όμως είναι και να ξέρεις πως ο άλλος την αισθάνεται την αγάπη σου, τη θέλει, τη «χρειάζεται» -κι εσύ τη δική του, άλλωστε.

-Μ’ αρέσει που μ’ αγαπάς!

-Μάτια μου, κι εμένα μ’ αρέσει. Όχι απλά μ’ αρέσει. Είμαι ευτυχισμένη!

Αυτό είναι το κοντά.

Όταν φέρνει στο νου της στιγμές του δικού τους «μαζί», στιγμές πραγματικά «εκτός χρόνου», αναρωτιέται πώς γίνεται οι άνθρωποι να σκέφτονται με απόλυτους αριθμούς και με κατηγορίες. Νιώθουν άραγε και οι ίδιοι ότι αρκεί ένας αριθμός ή το ανακάτεμά τους σ’ ένα «τσουβάλι» για να τους χαρακτηρίσει; Κρίμα. Γιατί οι άνθρωποι πρώτα, πέρα και πάνω από «αριθμοί» και «ιδιότητες», είναι το άγγιγμά τους. Είναι οι λέξεις τους, οι λέξεις που λένε ή δεν λένε. Είναι το βλέμμα τους. Είναι ο τρόπος τους να υπάρχουν. Να υπάρχουν, ο ένας προς τον άλλον. Ο τρόπος τους να δίνουν, να δίνονται και να παίρνουν. Να αγκαλιάζουν και να αγκαλιάζονται. Είναι οι ανάγκες τους. Η ευαισθησία τους, η τρυφερότητα που δίνουν και ζητούν, είναι η γλύκα τους. Οι άνθρωποι είναι σκέψεις, αισθήσεις και συναισθήματα. Πώς είναι δυνατόν να παραβλέπει κάποιος αυτά; 
Ίσως να αντιλαμβάνεται τον κόσμο αλλιώς απ’ ότι εκείνοι. Ο δικός της κόσμος είναι αλλιώς, και της αρέσει που είναι αλλιώς. Τον επέλεξε –ή την επέλεξε. Δε θα μπορούσε διαφορετικά. Δεν ξέρει αν θα γίνει πιο ευτυχισμένη έτσι. Πάντως θα ζει -όπως εκείνη αντιλαμβάνεται τι σημαίνει αυτό. Θα ζει τέτοιες μικρές, μεγάλες, πυκνές στιγμές. Νιώθει ευτυχισμένη τώρα, αυτή τη στιγμή που γράφει. Αλλά δεν είναι πια σε θέση να προσπαθήσει να πείσει κανέναν γι' αυτό. Και δεν μπορεί να ανεχθεί άλλο να την αντιμετωπίζουν σαν «άρρωστη» ή ηλίθια. Κι αν με μαθηματική απόδειξη αυτό που ζει εντάσσεται στην κατηγορία του «χυδαίου», θα μπορούσε να τους μιλήσει για εκείνο το μεσημέρι. 
Για εκείνο το μεσημέρι που δεν μπορούσαν να ξεκολλήσουν. Που η μισή ώρα που θα έμενε εκεί, έγινε έξι, με μια ανάσα. Μια πραγματική ανάσα όμως. Με μικρές, ψιθυριστές σχεδόν λεξούλες που έβγαιναν απευθείας απ’ την ψυχή του ενός και φώλιαζαν στην ψυχή του άλλου και την πλημμύριζαν φως. Για εκείνο το μεσημέρι που ένιωσε να γεμίζει. Να γεμίζει μέσα της ένας «χώρος» που νόμιζε πως πια δεν υπήρχε. Που ένιωσε πως μπορεί να αγαπάς κάποιον και να σε αγαπάει κι εκείνος, και να μπορείτε να το πείτε. Κι όσο το λέτε να ομορφαίνει ο κόσμος, να δυναμώνει –μαζί κι εσείς. Για εκείνο το μεσημέρι που ένιωσε, μπορεί και για πρώτη φορά, απολύτως ελεύθερη. Ελεύθερη απ’ τον ίδιο της τον εαυτό.
Θα μπορούσε να τους μιλήσει γι’ αυτό. Μα δεν την ενδιαφέρει πια να το κάνει –ή ίσως δεν αντέχει άλλο να το κάνει. Προσπάθησε, όμως όταν τους μιλούσε, εκείνοι κοίταζαν τα κομπιουτεράκια τους και τους τίτλους σπουδών που είχε ή δεν είχε ο καθένας.

Ένα από τα πράγματα που «έμαθε στο Πανεπιστήμιο» είναι ότι οι άνθρωποι δεν είναι ούτε οι τίτλοι σπουδών τους. Οι άνθρωποι είναι η παρέα τους και η διάθεσή τους για πραγματική επικοινωνία. Είναι το άνοιγμα τους προς τους άλλους. Σ’ αυτούς που χρειάζονται και αγαπούν.