Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2014

...beyond "words"



Όχι. Σ’ εκείνον δεν θα θέλει να γράψει τίποτα. Ειδικά μετά απ’ τις μέρες στο νησί. Του τα έχει πει όλα. Του τα είπε όλα σ’ εκείνη την παραλία που περνούσαν τα μεσημέρια τους, σ’ εκείνο το μπαλκονάκι που περνούσαν τα βράδια τους. Σ’ εκείνο το δωμάτιο που πέρασαν «μια μικρή ζωή». Όλα σε αμέτρητες μικρές πυκνές στιγμές. Εκεί, που δεν υπήρχε χρόνος. Υπήρχε μόνο αγκάλιασμα, ζέστη, βλέμμα και ψίθυροι. Σίγουρα σ’ εκείνον δεν θέλει να πει τίποτα παραπάνω. Δεν έχει να πει –μέχρι την επόμενη φορά που θα τον δει, βέβαια. Γιατί γεμίζει κάθε φορά που τον βλέπει. Γεμίζει με ζωή και ομορφιά, κάθε φορά που τον βλέπει να την κοιτάζει.
-Μ’ αρέσει να βλέπω ίσια μέσα στα μάτια σου, λουλουδάκι! Είναι υπέροχα τα μάτια σου! 
-Ξέρεις γιατί; Γιατί τη στιγμή που κοιτάζεις εσύ μέσα στα μάτια μου, βλέπω κι εγώ κατευθείαν, ίσια μέσα στα δικά σου. Γι’ αυτό είναι ωραία!

Και ήταν όλο έτσι. Είναι όλο έτσι. Να αισθάνεσαι να δίνεις ότι έχεις και ο άλλος να το αγκαλιάζει. Να σου δίνει κι εκείνος την ψυχή του, κι εσύ να την κλείνεις μέσα στα χέρια σου. Αυτό είναι το «κοντά».

«Κοριτσάκι, ξέρεις τι θα πει κοντά;» την είχε ρωτήσει ένα βράδυ, σ’ ένα από αυτά τα ατέλειωτα τηλεφωνήματα. «Έμαθα» του απάντησε. «Έμαθα μαζί σου. Κοντά σου».

Στιγμές-στιγμές νιώθει πως θα σκάσει. Από χαρά και αγάπη θα σκάσει. Από χαρά που τον αγαπάει. Και του το λέει, κάθε φορά. Το «Κι εγώ σ’ αγαπώ!» είναι ευτυχία. Ευτυχία όμως είναι και να ξέρεις πως ο άλλος την αισθάνεται την αγάπη σου, τη θέλει, τη «χρειάζεται» -κι εσύ τη δική του, άλλωστε.

-Μ’ αρέσει που μ’ αγαπάς!

-Μάτια μου, κι εμένα μ’ αρέσει. Όχι απλά μ’ αρέσει. Είμαι ευτυχισμένη!

Αυτό είναι το κοντά.

Όταν φέρνει στο νου της στιγμές του δικού τους «μαζί», στιγμές πραγματικά «εκτός χρόνου», αναρωτιέται πώς γίνεται οι άνθρωποι να σκέφτονται με απόλυτους αριθμούς και με κατηγορίες. Νιώθουν άραγε και οι ίδιοι ότι αρκεί ένας αριθμός ή το ανακάτεμά τους σ’ ένα «τσουβάλι» για να τους χαρακτηρίσει; Κρίμα. Γιατί οι άνθρωποι πρώτα, πέρα και πάνω από «αριθμοί» και «ιδιότητες», είναι το άγγιγμά τους. Είναι οι λέξεις τους, οι λέξεις που λένε ή δεν λένε. Είναι το βλέμμα τους. Είναι ο τρόπος τους να υπάρχουν. Να υπάρχουν, ο ένας προς τον άλλον. Ο τρόπος τους να δίνουν, να δίνονται και να παίρνουν. Να αγκαλιάζουν και να αγκαλιάζονται. Είναι οι ανάγκες τους. Η ευαισθησία τους, η τρυφερότητα που δίνουν και ζητούν, είναι η γλύκα τους. Οι άνθρωποι είναι σκέψεις, αισθήσεις και συναισθήματα. Πώς είναι δυνατόν να παραβλέπει κάποιος αυτά; 
Ίσως να αντιλαμβάνεται τον κόσμο αλλιώς απ’ ότι εκείνοι. Ο δικός της κόσμος είναι αλλιώς, και της αρέσει που είναι αλλιώς. Τον επέλεξε –ή την επέλεξε. Δε θα μπορούσε διαφορετικά. Δεν ξέρει αν θα γίνει πιο ευτυχισμένη έτσι. Πάντως θα ζει -όπως εκείνη αντιλαμβάνεται τι σημαίνει αυτό. Θα ζει τέτοιες μικρές, μεγάλες, πυκνές στιγμές. Νιώθει ευτυχισμένη τώρα, αυτή τη στιγμή που γράφει. Αλλά δεν είναι πια σε θέση να προσπαθήσει να πείσει κανέναν γι' αυτό. Και δεν μπορεί να ανεχθεί άλλο να την αντιμετωπίζουν σαν «άρρωστη» ή ηλίθια. Κι αν με μαθηματική απόδειξη αυτό που ζει εντάσσεται στην κατηγορία του «χυδαίου», θα μπορούσε να τους μιλήσει για εκείνο το μεσημέρι. 
Για εκείνο το μεσημέρι που δεν μπορούσαν να ξεκολλήσουν. Που η μισή ώρα που θα έμενε εκεί, έγινε έξι, με μια ανάσα. Μια πραγματική ανάσα όμως. Με μικρές, ψιθυριστές σχεδόν λεξούλες που έβγαιναν απευθείας απ’ την ψυχή του ενός και φώλιαζαν στην ψυχή του άλλου και την πλημμύριζαν φως. Για εκείνο το μεσημέρι που ένιωσε να γεμίζει. Να γεμίζει μέσα της ένας «χώρος» που νόμιζε πως πια δεν υπήρχε. Που ένιωσε πως μπορεί να αγαπάς κάποιον και να σε αγαπάει κι εκείνος, και να μπορείτε να το πείτε. Κι όσο το λέτε να ομορφαίνει ο κόσμος, να δυναμώνει –μαζί κι εσείς. Για εκείνο το μεσημέρι που ένιωσε, μπορεί και για πρώτη φορά, απολύτως ελεύθερη. Ελεύθερη απ’ τον ίδιο της τον εαυτό.
Θα μπορούσε να τους μιλήσει γι’ αυτό. Μα δεν την ενδιαφέρει πια να το κάνει –ή ίσως δεν αντέχει άλλο να το κάνει. Προσπάθησε, όμως όταν τους μιλούσε, εκείνοι κοίταζαν τα κομπιουτεράκια τους και τους τίτλους σπουδών που είχε ή δεν είχε ο καθένας.

Ένα από τα πράγματα που «έμαθε στο Πανεπιστήμιο» είναι ότι οι άνθρωποι δεν είναι ούτε οι τίτλοι σπουδών τους. Οι άνθρωποι είναι η παρέα τους και η διάθεσή τους για πραγματική επικοινωνία. Είναι το άνοιγμα τους προς τους άλλους. Σ’ αυτούς που χρειάζονται και αγαπούν.

Δευτέρα 14 Ιουλίου 2014

«Η λογοτεχνία των sms»




Τι είναι ένα sms; Σύντομο μήνυμα. Σύντομη επικοινωνία, χωρίς πολλά πολλά. Συνήθως, χωρίς να αντιλαμβάνεσαι την πραγματική διάθεση του άλλου: τα κινητά έχουν φροντίσει για χαμόγελα από παρενθέσεις και άνω-κάτω τελείες και έτοιμες καρδούλες, προς έκφραση χαράς και αγάπης. Αν θες, μπορείς να το αγνοήσεις: «Δεν το είδα, μωρέ, κοιμόμουν» ή «δεν είχα κάρτα να σου απαντήσω». Σύντομα, να «κανονίσεις» έναν καφέ, να αλλάξεις την ώρα ή το μέρος, ή τελευταία στιγμή να πεις πως θ’ αργήσεις. Υπάρχουν ακόμα και έτοιμα μηνύματα: αν δεν μπορείς να απαντήσεις μια κλήση, και δεν προλαβαίνεις να γράψεις εσύ κάτι, η έξυπνη συσκευή σου σού δίνει την επιλογή να στείλεις κάτι του τύπου: «Είμαι σε σύσκεψη, παρακαλώ καλέστε αργότερα», ακόμα κι αν είναι η μάνα σου που παίρνει τηλέφωνο.

Τι μπορεί να είναι ένα sms; «Όλο το στιγμιαίο είναι του άλλου», όπως μου είχε γράψει κάποιος, πριν όχι πολύ καιρό. Μπορεί να αλλάζει ο κόσμος σου, έστω λίγο, ελάχιστα, μα ταυτόχρονα τόσο πολύ, με ένα γραπτό μήνυμα. Η διάθεσή σου προς τον κόσμο αυτό, τις απαιτήσεις του, τους περιορισμούς του και όλη την κούραση, την πίεση, ακόμα και τον φόβο που κάποιες φορές γεννιέται μέσα σου, κατά τη «διαχείρισή» του. Όταν τα πράγματα γύρω σου, σχεδόν «από μόνα τους» σε καλούν να τα διαχειριστείς. Απλά να τα διαχειριστείς. Όπως πας μια παραγγελία, στο τραπέζι 3 ένα ποτήρι κρασί λευκό, μια μπύρα, και δύο μοχίτο φράουλα, και μετά στο 7 να αλλάξεις τασάκι και να μαζέψεις τα άδεια ποτήρια. Κι όμως, το μήνυμα που άκουσες περνώντας δίπλα απ’ το κινητό για να πάρεις το δίσκο, σε κάνει να χαμογελάς, πριν καν το διαβάσεις, ακόμα και αν δεν καταφέρεις να το διαβάσεις. Σου κάνει παρέα, μένει μαζί σου όλο το βράδυ. Ή να καίγονται τα δάχτυλά σου καθώς γράφεις κι εσύ, στα γρήγορα, κρυφά στο μπάνιο ή την κουζίνα. Να απαιτείς και από το κινητό να συμμεριστεί την αγωνία σου και την έλλειψη χρόνου, και να γράψει πιο γρήγορα, να απαιτείς από αυτό να «ξέρει» τι θες να γράψεις και να «βοηθήσει». Αυτά τα μηνύματα, μικρά ή μεγάλα, δύο γραμμές ή μικρές εκθέσεις που κάποιος απ’ τους δύο βρήκε χρόνο να γράψει, πρέπει να ανακηρυχτούν, επίσημα, λογοτεχνικό είδος. Επίσημα αναγνωρισμένα στις προσωπικές μας ιστορίες. Να εκτιμώνται, όπως τους αξίζει. Είναι «το στιγμιαίο είναι του άλλου». Είναι όλο το είναι του άλλου, όπως υπάρχει προς εσένα, εκείνη τη στιγμή που γράφτηκε και στάλθηκε. Όπως υπάρχει προς εσένα, για σένα, συνέχεια.

Αυτά τα μικρά, ανεπαίσθητα «πραγματάκια» δεν είναι καθόλου «μικρά» και καθόλου «ανεπαίσθητα». Είναι τα sms. Είναι μια μέρα στη θάλασσα. Ένα μπουκάλι με το αγαπημένο σου ποτό, θαμμένο ακριβώς εκεί που σκάει το κύμα, για να μείνει δροσερό και ένα πορτοκάλι σε μια σακούλα σούπερ μάρκετ. Είναι ένα κόμικς με τον Μπαγκς Μπάνυ, γεμάτο άμμο. Είναι ένα βλέμμα, μόλις ανοίξεις τα μάτια μετά από μια βουτιά με τον ήλιο να σε χτυπάει στο πρόσωπο. Όταν μπορεί να φοβάσαι πολλά, πολλά απ’ όσα υπάρχουν γύρω και δεν μπορείς να τα παραβλέψεις ούτε για μια στιγμή. Όμως δεν φοβάσαι τον άλλον και δε φοβάσαι εσένα μαζί του. Τι θα πεις, πώς, τι επιτρέπεται και τι όχι. Επιτρέπεται ότι είναι αληθινό. Είναι ο μόνος «κανόνας», που υπήρχε απ’ την αρχή και επειδή υπήρχε απ’ την αρχή, από μόνος του, δεν είναι «κανόνας». Είναι απόλυτη ελευθερία. Η απόλυτη ελευθερία του «μαζί».

Ναι, όλα αυτά μπορούν να χωρέσουν σε ένα απολύτως λογοτεχνικό γραπτό μήνυμα στο κινητό. Γιατί αυτό είναι λογοτεχνία: η παρουσία σου στην πραγματικότητα, όπως τη ζεις, την αισθάνεσαι και τη μοιράζεσαι. Ναι, υπάρχει η λογοτεχνία των sms!

Παρασκευή 20 Ιουνίου 2014

Μάρω Βαμβουνάκη, "ΕΡΩΤΑΣ: Το γελοίο και το δέος"

Τίποτα πιο απάνθρωπο από την υποχρέωση. Τίποτα πιο εξαντλητικό απ' την προσποίηση, ιδίως του ότι είσαι μια χαρά. Τίποτα πιο εξουθενωτικό από το να χαμογελάς, να ενδιαφέρεσαι, και να κουβεντιάζεις με το ζόρι, όταν το μόνο που λαχταράς είναι να βυθιστείς στη σιωπή σου και στο ήρεμο σκοτάδι από το οποίο προέκυψες. Η μανία μας να είμαστε συνηθισμένοι, να είμαστε κανονικοί, είναι ο μεγάλος πειρασμός που εχθρεύεται την αλήθεια.
*
Είναι η αδράνεια της απόγνωσης, της ιδέας πως γνωρίζεις τι ακριβώς μπορείς και τι δεν μπορείς. Τι ακριβώς σου αξίζει, τι πρέπει να περιμένεις, όταν μάλιστα τίποτα στην ουσία δεν περιμένεις, αντιθέτως επιμένεις όλα να τα σκηνοθετείς.
**
Όταν πεινάς, λες ψωμί. Όταν διψάς, λες νεράκι. Όταν πονάς, αγάπη.
Θέλω ψωμί, θέλω νεράκι, θέλω αγάπη...
Μονοκόμματα το λες, όπως μια φλέβα νερού κατρακυλάει μονοκόμματα στην κατηφόρα. Πουθενά αλλού δε γίνεται να κατρακυλήσει. Οι ασάφειες, οι περιπλοκές, οι συνθέσεις των λογισμών, το παιχνίδι δύσκολων λέξεων, ικανοποιούν μονάχα τον εγκέφαλο, που προσπαθεί να παρηγορήσει τη στέρηση στο αίμα με γρίφους. Για περισπασμό, για κάλυψη, για μια επίδειξη αυτάρεσκη. Για να κερδίσεις πόντους στην αυτοεκτίμηση.
Για να μην αφεθείς να φωνάξεις ψωμί, νεράκι, αγάπη, και ξεφτιλιστείς. Για να μην σε πουν ζητιάνο.
***
Χιόνιζε και χιόνιζε και σκέπαζε τα πάντα μαλακά. μαλθακά, τα πάντα. Χάδι που κρύβει τις προθέσεις του να καταλήξει αύριο-μεθαύριο σκληρός, βρώμικος, επικίνδυνος πάγος. Λένε πως ο θάνατος του χιονιού είναι ο πιο πονόψυχος. Σε βυθίζει πρώτα σε όμορφο όνειρο, σε γλυκασμό, σαν όπιο, δεν θες να το χάσεις, ακόμα κι αν υποψιάζεσαι πως παγώνεις και πως πεθαίνεις σιγά-σιγά.
****
Είναι μια δύσκολη ιστορία όταν αρχίζει έτσι, αλλά, εδώ που τα λέμε, μονάχα έτσι είναι ο έρωτας. Μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να καταφέρνει να μοιάζει ως λογικοφανής, ως συνειδητός, αλλά παραμέσα, σχεδόν πάντα έτσι είναι. Μιλάνε για την αξία και την αξιοπρέπεια της επιλογής, για την πιθανότητα να πετύχεις διάνα άμα επιλέγεις, όμως ο έρωτας δεν καταδέχεται τους υπολογισμούς, εκδικείται όσους τον παζαρεύουν Είναι πανάκριβος ο έρωτας για να παραδοθεί στην φτήνια των εγγυήσεων. Προτιμά την τρέλα, την ήττα. Την σταύρωση.
*****
Όσο και να προσπαθήσει να περιγράψει την καθήλωση, δε θα το μπορεί. Η απερίγραπτη αίσθηση, η απερίγραπτη γεύση και το άρωμα. Πώς να διηγηθείς τι ακριβώς γίνεται, όταν βυθίζεις τη γλώσσα σου σε γλυκό βύσσινο, στο σιρόπι του; Τι αισθάνεσαι μετά πιο μέσα, κάτω απο τη γλώσσα όταν δαγκώνεις τη σάρκα του καρπού και το σιρόπι χύνεται παντού; Όταν πιπιλίζεις το μικροσκοπικό γλιστερό κουκούτσι στο τέλος και το κρατάς λίγο, ακόμα λίγο, πριν το φτύσεις; Κανείς δε μπορεί να μεταδώσει κάτι τέτοιο σε κάποιον που δεν έχει δοκιμάσει γλυκό βύσσινο του κουταλιού.
Α, οι αισθήσεις είναι τόσο ανθεκτικές, τόσο σαφείς, τόσο σοβαρές! Τόσο συγκεκριμένες, που καταλήγουν απερίγραπτες. Δεν ξεγελιούνται όπως τα συναισθήματα και οι ιδέες. Είναι οι αισθήσεις και η δική τους συνέπεια που κράτησαν τη ζωή πάνω στη γη.
*
Υπάρχουν εμπειρίες, ενώ δεν υπάρχουν οι λέξεις τους, δεν υπάρχουν ονόματα γι' αυτές, δε γίνεται να τις κοινωνήσεις με κάποιον τρίτο. Δεν θα καταλάβει. Είσαι σφαλισμένος στην καταδίκη του προσωπικού, του μοναδικού του αναντικατάστατου, μονάχα εσύ θα το ζεις και θα πάσχεις όσα σου δίνει, θα πάσχεις την ευφροσύνη ή την σκοτεινιά του, αμήχανος να μπορέσεις να εξομολογηθείς τι σου συμβαίνει. Ίσως τα τραγούδια, ίσως κάποιες μουσικές μπορούν να μοιραστούν μαζί σου κάποια εξομολόγηση. Δεν είναι τυχαίο το πόσο οι άνθρωποι κυνηγούν τα τραγούδια. Σαν εξομολόγο τα κυνηγούν.
**
Κι αυτή η ένωση των δευτερολέπτων είχε τέτοια σημασία, τέτοια δύναμη, που άξιζε όλης της ζωής τα λάθη και τα βάσανα, την ατέλειωτη πλήξη, τη ματαίωση, το φόβο , τη δειλία, τη μετάνοια, την κούραση την ανόητη, την κούραση την απαραίτητη, την πίκρα και τα προσποιητά γέλια, κι όσα φορτώθηκαν να λένε "ζωή μου" και "ιστορία μου" και "παρελθόν μου" ή θεωρούν ως "προοπτική". Ακόμα κι όσα θα τραβήξουν και θα κάνουν ο ένας στον άλλον αργότερα, τούτη η στιγμή της ένωσης τους τα άξιζε και τα καταξίωνε.
***
Τι μπορεί να είναι μια πόλη; Είναι τα πρόσωπα που την κατοικούν; Τα ίχνη αυτών που την κατοίκησαν και τώρα πέθαναν; Είναι τα πάθη που καίγονται, τα πάθη που κάηκαν και θυμιατίζουν την ατμόσφαιρά της, οι προσδοκίες ζωντανών και νεκρών που εκρεμούν πάνω απ' τις στέγες της; Είναι τα μίση, οι απόπειρες, οι πεποιθήσεις, οι ψευδαισθήσεις, η πίστη, οι αξίες και οι ματαιότητες εκείνων που τη ζουν και που την έζησαν.
Κι εκείνο το ζευγάρι; Είναι πραγματικό; Είναι όνειρο; Είναι φάντασμα; "Είμαστε απ όλα!" του είχε ψιθυρίσει μια μεθυσμένη στιγμή ευγνωμονώντας τον για τον τρόπο που ξέρει να την κάνει δικιά του. Απο ευγνωμοσύνη που ξέρει να την τσαλακώνει.
****
Υπάρχουν αγκαλιάσματα ευχάριστα, δυνατά. Υπάρχουν αγκαλιάσματα ηδονικά και αξέχαστα. Αξέχαστα. Όμως υπάρχουν άλλα που σπάνια ζει κάποιος και πρέπει να τα ξεχάσει μετά. Σε παίρνουν με κλειστά μάτια στην κατηφόρα της δίνης που σε τραβάει προς τα σπλάχνα σου και από εκεί προς την πιο υγρή ρίζα του ένστικτου. Κι όχι μόνο του ένστικτου της ηδονής αλλά και εκείνου του θανάτου. Σε τυλίγουν τότε με τον πιο αποδιωγμένο εαυτό σου όπως με χιτώνα γιατί είναι ένας εαυτός βάρβαρος σαν λιμασμένος κυνηγός και σαν μωρό. Τον εαυτό σου που ακόμα κι ή μάνα σου απόδιωξε και σε έκαμνε να τον μισείς. Πρέπει να τα ξεχάσεις αυτά τα αγκαλιάσματα, για να μπορέσεις να σεβαστείς πάλι την ψυχή σου. Για να μπορέσεις να ξαναπείς πώς είσαι ένας άνθρωπος εντάξει ένας άνθρωπος κανονικός και λογικός. Πρέπει να τα ξεχάσεις, για να μπορέσεις να συνεχίσεις να ζεις δίχως τους.
*****
Για την ασκητική της αγάπης ξέρουν τόσο λίγα. Πιστεύουν ακόμα πώς τους την χρωστούν, πώς μπορούν να την απαιτήσουν , ακόμα και να την επιβάλουν. Να εξοργίζονται, όταν δεν τους αγαπούν. Όταν δεν τους έχουν για το κέντρο του σύμπαντος κόσμου. Όταν δεν παρατούν για χάρη τους οτιδήποτε και οποιονδήποτε και ανά πάσα στιγμή. Πιστεύουν πώς δικαιούνται την ψυχή του άλλου. Μπορούν να γίνονται μπαρούτι και να εκδικούνται γι αυτά. Λένε ακόμα αγάπη τον έρωτα λένε έρωτα το “ σε θέλω” λένε πόνο τον θυμό, λένε “μου μάτωσες την καρδιά” τον πληγωμένο εγωισμό. Προσπαθούν να γνωριστούν παίζοντας τυφλόμυγα. Για την αγάπη μαθαίνεις πάντα δύσκολα. Πολλές φορές καθόλου και ποτέ.
*
Είναι τόσο εύκολο να είσαι λογικός εν ψυχρώ, μόνο που η ζωή δεν είναι εν ψυχρώ.
**
Το φαρμάκι και το φάρμακο, η αμαρτία και το τίμημα, το πάθος και η ίαση, το σφάλμα και η ποινή, το ψέμα και η αλήθεια. Όλα μαζί κι ας είναι αντίθετα. Μια υπόγεια, έστω και φανταστική, ισορροπία μοναδική. Μια, έστω και φανταστική, αρμονία. Απ' την αρχή που ξεκίνησαν είχε μεγάλη ανάγκη να τον ερωτεύεται, αλλά και να δηλώνει ταυτόχρονα, με γενναία ειλικρίνεια, πως δεν πρέπει να συνεχίσουν, πως δεν έχουν καμιά ελπίδα, πως δεν ταιριάζουν, πως δεν είναι ο άντρας που θέλει να μοιραστεί το απόλυτο μέλλον μαζί του, όπως πρέπει να θέλεις να είναι εκείνος που ερωτεύεσαι. Λες και όφειλε στον πιο ανυψωμένο εαυτό της να ελευθερωθεί ώστε, διαθέσιμη και άξια, να περιμένει τη μελλοντική μεγάλη αγάπη που από παιδί ονειρεύεται, τον έρωτα που νομίζει πως πρέπει να ονειρεύεται για δικό της έρωτα. Να τον δέχεται και να τον διώχνει, να μένει και να φεύγει. Να έλκεται και να απωθείται. Να θέλει και να μην θέλει. Ναι και όχι. Είχε ακατάβλητη ανάγκη να βιώνει και τις δύο διαθέσεις της.
***
Εδώ, για να πας κάπου, είναι σαν να μην υπάρχει ευθεία οδός. Νιώθεις πως πρώτα κάνεις ένα σωρό κυκλικές διαδρομές, σαν κοχλίας. Θέλει τύχη για να πετύχεις γρήγορα έναν προορισμό. "Σου μοιάζει!" της κάνει γελώντας. "Είναι μια πόλη που σου μοιάζει".
****
Η αλήθεια είναι πως δεν ήθελε να του πει τι είχε καταλάβει, γιατί θα του έλεγε πως τον θέλει πολύ. Πάρα πολύ τον θέλει ακόμα. Δεν εξαντλήθηκε όπως υπολόγιζε ο πόθος της, η χαρά μαζί του, το γέλιο, η αφή, αν δεν τον ξαναδεί, ήδη υποφέρει. Όμως είχε αποφασίσει πως θα ακολουθήσει μονάχα τη λογική της. Τη λογική όλων των λογικών ανθρώπων.
*****
Το μάτι του πέφτει σε έναν έφηβο παράλυτο, που τον οδηγούν με καροτσάκι οι γονείς του. Πιάνεται απ' τον οίκτο και επιπλήττει τον εαυτό του που είναι αχάριστος. Συγκρίνεται με τον άτυχο έφηβο που δεν μπορεί να περπατήσει και λέει πως τρώγεται με ο,τι τρώγεται γιατί έχει χίλια καλά στη ζωή του, γιατί ειναι αχόρταγος, ανικανοποίητος, εγωπαθής. Αφελής, επιπόλαια παρηγοριά που δεν έχει σχέση με την αλήθεια. Οι πόνοι της ψυχής, οι βασανισμοί του συναισθηματισμού, οι αγωνίες της ερωτικής ανάγκης είναι απο τα οξύτερα μαρτύρια, μπορούν να σε οδηγήσουν στο θάνατο απο οδύνη. Μπορούν να σε καρφώσουν σε παράλυση που δεν έχει να κάνει με την κίνηση των ποδιών. Μια ασθενής του είχε εξομολογηθεί προ καιρού "Όταν εκείνος μου είπε πως δε μ' αγαπάει πιά, πως χωρίζουμε, πόνεσα αφάνταστα πολύ, περισσότερο απ' όταν ο γιατρός μου ανακοίνωσε πως έχω καρκίνο...." Μια ασθενής που πέθανε ένα μήνα μετά. Απο τον καρκίνο ή απ' την εγκατάλειψη; Κανείς γιατρός δεν μπόρεσε να υπογράψει με απόλυτη βεβαιότητα το πιστοποιητικό.
*
Υπήρξαν περιστατικά που δεν ήταν ξεκαθαρισμένο αν τα έζησες ή αν τα ονειρεύτηκες.
Υποταγμένοι στην ανάγκη-ανάγκη που για τον καθένα χωριστά λειτουργούσε αλλιώς.
**
Πρέπει να είναι καλή, κι ας μην είναι εύκολο, κι ας πονάει.
Περπατούσε χωρίς αισθήματα, όσο γίνεται χωρίς αισθήματα, γιατί καταλάβαινε καλά πως εκείνος είχε δίκιο. Πως βρήκε πρώτος το κουράγιο, πως είναι σωστός, πως είναι η ευκαιρία επιτέλους να σωθούν και οι δύο....
Μόνο να περπατάει και να φεύγει τώρα, χωρίς αισθήματα. Να κινείται πάνω στο δρόμο όπως απο μικρή διδάχθηκε την κίνηση στο κορμί. Χωρίς αισθήματα. Να περπατάει και να φεύγει.
***  
Λένε πως το να συζητάς ένα βάσανό σου σε αποφορτίζει, σε βοηθάει, αλλά μπορεί να μην είναι πάντοτε έτσι. Χωρίς μάρτυρες υποφέρεις λιγότερο κάποιες φορές. Τουλάχιστον δεν ντρέπεσαι, πληγώνεται λιγότερο ο εγωισμός σου χωρίς μάρτυρες. 
****
  ...και αισθανόταν οτι και η ίδια τον εγκαταλείπει ήσυχο, γιατί τον αγαπά. Τον απαλάσσει απο το βάρος της, τα άγχη της, την αστάθειά της, τα διλήμματα, την τρέλα της, και τον αφήνει ελεύθερο. Ακόμα και τις καλές της αναμνήσεις θέλει να του ακυρώσει απο το νου, προκειμένου να τον βοηθήσει. Δεν είναι μικρή θυσία του εγωισμού της αυτό. Τον αγαπάει λοιπόν και τον συμπονά πιο πολύ απο όσο φανταζόταν. Τόσο τον αγαπά, μέρα με τη μέρα, μέσα στην εξαφάνηση του, που έρχονται στιγμές διστακτικά να ελπίζει πως κάποτε, κάποτε στο μέλλον, λέει, μπορεί και να συναντηθούν πάλι οι δυο τους....
*****
"Αγάπη μου...μην ακούς τι σου λέω. Λυπήσου με. Λυπήσου και τον εαυτό σου, αγάπη μου. Παραλογίζομαι γιατί σε έχω χάσει και είμαι χαμένος. Μη μ' αφήνεις άλλο. Είμαι τρελός, το ξέρω, αλλά εσύ με αποτρέλανες. Δεν είμαι τόσο τρελός, άμα σ' εχω δική μου. Όλα θα στα δώσω εγώ. Μια μέρα μόνο σου ζητάω, είναι πολύ;" Μόνο μια μέρα τη βδομάδα σου ζητώ, της σφυρίζει με κακία, σφίγγοντάς την να την πνίξει πάνω του. Θες να πέσω στα γόνατα να σε παρακαλέσω;
*
Παλεύουν μανιασμένα στη σκοτεινή σκάλα. Χτυπιέται στα χέρια του απεγνωσμένα, όπως με κύματα άγρια ένας ναυαγός που έπεσε σε θαλασσοταραχή. Που αγωνίζεται να ξεφύγει απο ναυάγιο. Εκείνος γελά κακά, και κάνει σαν αγριόγατος που παίζει μ' ένα ποντίκι στα νύχια του. Τον σπρώχνει, παριστάνει πως υποχωρεί, μα πάλι τη σφίγγει. Ένα σιχαμένο παιχνίδι που της λερώνει την ψυχή και το σώμα.
**
Είναι σκοτεινά, κι εκείνος δεν προσέχει οτι είναι ματωμένη, άλλωστε έτσι όπως παλεύουν, οι σκιές απ τον ωχρό γλόμπο του δρόμου που παίζουν πάνω της του παραπλανούν την εικόνα. όμως εκείνη είναι γεμάτη με γεύση απο αίμα κι αυτό είναι επικίνδυνο.
Ετοιμάζεται να την χτυπήσει άλλη μια φορά, μαζεύεται ξανά σαν λάμψη ο ερεθισμός στο βλέμμα του και στα χείλη, όμως τότε κάτι στο κορμί του ξαφνικά μαλακώνει, πάει να γίνει λυγμός, χαλαρώνει τα χέρια του ελάχιστα, εκείνη ενστικτωδώς διαισθάνεται την ευκαιρία και του γλυστράει. Μετεωρίζεται. Και κατρακυλάει τα πέτρινα σκαλοπάτια. Πέφτει. Δε θυμάται τίποτα άλλο απο το τελευταίο τους αγκάλιασμα.
***
Δε θα επικοινωνήσει με κανέναν κοινό φίλο εκείνος, δεν θα μάθει ποτέ γι αυτόν κάτι εκείνη.
****
Είκοσιτρία χρόνια μετά. Δεν έχει αλλάξει ιδιαίτερα.
Συγχώρεσέ με, της κάνει και δεν τον νοιάζει αν τον ακούνε.
Συγχώρεσέ με, του ψιθυρίζει και προχωρά μαζί με τον κόσμο.
Κατεβαίνει.Ακουμπά το χέρι της με το γάντι στην κυλιόμενη μαύρη κουπαστη. Κατεβαίνει. Πιο βαθιά στη γη. Προς τις αποβάθρες. Προς τις ράγιες. Το σκοτεινό τούνελ που τρέχουν με θόρυβο τα βαγόνια.
*****
"We would sleep in cheap hotels...."
Οδηγούσε πάντα κι άκουγε το τραγούδι, κι επιτέλους κατέρρεε, επιτέλους, μέρες μετά τη συνάντησή στο μετρό, επιτέλους μιας και το καλόψυχο,αληθινό τραγούδι την έσπρωχνε γλυκά να τολμήσει να καταρρεύσει.
*
Χάνεις μονάχα όσα δεν είχες ποτέ σου, κι ας έλεγες πώς είχες. Δεν χάνονται, όσα σου δόθηκαν, όσα έδωσες και ας λες πώς έχασες. Ούτε με θάνατο δεν χάνονται.
**
Όλα τα άλλα γίνονται μετά, γιατί δεν είναι ποτέ ΄ο έρωτας εκείνος που θες, όσο τον θες, όπως τον θες τουλάχιστον σε τούτη την ζωή δεν είναι. Ούτε τα πάντα, ούτε για πάντα. Δεν είναι. Έτσι πλούσιος στην αρχή του έτσι μίζερος στο τέλος του. Από βασιλιάς, ζητιάνος. Απο γενναιόδωρος, τσιγκούνης και φτηνός. Τόσο χαζά. Τόσο τυφλά. Έτσι λες. Έτσι θες να λες.
Για να αποξεχαστείς και να επιβιώσεις, κάνεις μετά ένα σωρό πράγματα, ακούς μουσική, συνθέτεις ορατόρια, καλλιεργείς ντάλιες και φυτείες. Σπουδάζεις χρόνια ατελείωτα, βγάζεις λεφτά, σκορπάς λεφτά, κρύβεις λεφτά, μεθάς ή τρυπιέσαι....
Όμως η στέρηση είναι στέρηση, γιατί ο έρωτας που πόθησες δεν ήταν τότε αυτός, δεν ήταν εκεί, ούτε και εσύ τα κατάφερες τότε να είσαι. Πάντοτε κάτι γίνεται, κάτι και χαλάει πολύ πριν την ένωση, ή πολύ σιμά στην ένωση, χαλά κάτι από αλλού ή από σένα χαλάει. Κάθε λίγο βγαίνεις λιγότερος από την επιθυμία σου , τόσο μικρός και μωρός μπρος στο όνειρο σου. Και δεν φταίει κανείς, μόνο εσύ , πάντα. Κατά κάποιο τρόπο εσύ. Δεν ξεκολλάει εύκολα από το πετσί σου τούτη η βδέλλα. Και είναι μια θλίψη τόσο θλιβερή, ώστε έρχεται ή εποχή που ξεχνάς την αίτιά, δεν την χωράει η ψυχή σου και την ξεχνάς. Μένει η γεύση σίγουρα, αλλά η αιτία όλο και πιο ακαθόριστη. Άγνωστη δήθεν.

Ίσως στην άλλη ζωή, ίσως σ΄ αυτό που λένε παράδεισο.... Είναι πολύ θετικό να πιστέψεις πως αυτό που νοσταλγείς είναι εκεί στο μέλλον σου. Έτσι να πιστέψεις. Εκεί που όλα είναι τέλεια και καθαρά, θα είναι αυτό που είναι, πρόσωπο με πρόσωπο, όχι κομματιασμένα μέσα σε θαμπούς καθρέφτες. Ιδίως το πρόσωπό σου και η αγάπη σου, όχι ακριβώς η ανάγκη σου για αγάπη, αλλά η αγάπη σου. Καθαρά όλα. Και δεν θα επιθυμείς, γιατί δε θα στερείσαι, όλα τέλεια, λέει.
Μέχρι τότε όμως είναι δύσκολα. Το λένε δοκιμασία και έχουν δίκιο, έτσι είναι μάλλον το σωστό, αλλά είναι δύσκολα.
Όχι πάντα, βέβαια, υπάρχουν και μέρες όμορφες, εποχές ευχάριστες, στιγμές εξαιρετικά χαριτωμένες, γεμάτες θαύματα, χαίρεσαι που ζεις, γελάς και χαίρεσαι.
Όμως κάποιες φορές είναι πράγματι δύσκολα. Κάποιες ώρες σαν κι αυτη εδώ που πρέπει να συνεχίσει να οδηγεί. Να σκύβει εμπρός, να σφίγγει το τιμόνι, να προσπαθεί να δει μέσα απ τα μάτια της και μέσα απ το τζάμι που βρέχεται, που σχεδόν λασπώνει.....

** 

Κυριακή 8 Ιουνίου 2014

Where the [not so] wild roses grow



Μια βόλτα. Ίδια και αλλιώς. Μάλλον πιο πολύ αλλιώς. Ή ίδια;

Στο τέλος μιας τέτοιας βόλτας αναρωτιόταν. Καθόταν εκεί, δίπλα στη λίμνη σ’ ένα παγκάκι ξεκομμένο απ’ τα υπόλοιπα. Πιο πέρα, τριαντάφυλλα. Να «ομορφαίνουν» τον έξω χώρο ενός εστιατορίου. Φυτεμένα γι’ αυτό το σκοπό. Καθόλου άγρια. Και για κάνουν πιο ρομαντική ίσως, μια βόλτα αργά το βράδυ, όταν έχουν κλείσει τα εστιατόρια και κανείς δεν περνάει από εκεί. Πιο γλυκιά.


Και ποιος είπε ότι το «ρομαντικό» δεν είναι «άγριο»; Ότι δεν μπορεί το «γλυκό» να είναι σκληρό;


Λίγο πριν, καθώς περπατούσε είδε ένα απ’ τα αγάλματα. Τρία χρόνια, περνάει από μπροστά του. Τρία χρόνια βλέπει άλλους ανθρώπους να περνάνε από μπροστά του. Κανείς δεν κάνει τον κόπο να πλησιάσει να δει ποιανού είναι. Ούτε κι εκείνη. Καμία φορά.

Της αρέσει το μέρος αυτό. Ίσως είναι το αγαπημένο της μέρος σ’ όλη την πόλη. Έγινε το αγαπημένο της μέρος σ’ όλη την πόλη. Μέσα σ’ όλα τ’ άλλα, σκέφτηκε το άγαλμα. Κανείς δε ζητούσε τίποτα από αυτό. Τοποθετημένο μέσα σε τόση ομορφιά, και κανείς δεν ζητούσε τίποτα από αυτό. Σχεδόν το ζήλεψε. Οι άνθρωποι όμως δεν είναι «τοποθετημένοι» πουθενά. Και «ζητούν» ο ένας απ’ τον άλλον. Δίνουν και παίρνουν. Κι εκείνη, που δεν ήθελε κανείς να περιμένει τίποτα από αυτήν; Που ήθελε να είναι μόνο αυτό που είναι; Ήθελε να δίνει. Αλλά να δίνει αυτό που είναι κάθε στιγμή, αυτό που μπορεί κάθε στιγμή. Κι αν δεν μπορούσε να το κάνει αυτό, πνιγόταν. Κι αν της ζητούσαν κάτι παραπάνω, πνιγόταν. Σχεδόν θύμωνε, γινόταν αλλιώς.


Ποιος είπε ότι το «τρυφερό» δεν μπορεί να σε πονάει...




-On the third day he took me to the river
He showed me the roses and we kissed
And the last thing I heard was a muttered word
As he knelt above me with a rock in his fist...


-On the last day I took her where the wild roses grow
And she lay on the bank, the wind light as a thief
And I kissed her goodbye, said, "All beauty must die"
And lent down and planted a rose between her teeth...

Παρασκευή 25 Απριλίου 2014

Medusa - Dead can dance

Επιλεκτικά κενά μνήμης. Όπως η επιλεκτική ακοή και όραση.
Αισθήσεις και αισθήματα με "on-off".
Και μετά...

When all you have left are your memories
And diamonds and pearls for company
I'll be sailing to St. Lucia on the ocean breeze
With the moon and my scars for company

In your bedroom you keep an iron cage
Where a blackbird sings her freedom song
For you know the true value of keeping slaves
They sing the saddest of sonsg

Medusa you robbed me of my youth
Abandoned me on the tropic of solitude
Seducer of the shipwrecked and forlorn
You told me to undress
Then crowned my head with thorns

Medusa you robbed me of my youth
Abandoned me on the tropic of solitude
Seducer of the shipwrecked and forlorn
You told me to get dressed
Then turned my heart to stone


Δευτέρα 7 Απριλίου 2014

Ανάμεσα στον Αλέξη Δημαρά και τον Pierre Bourdieu… ο μικρός μάγος



   Προσγειώθηκε με τη σκούπα του πάνω στο γραφείο μου. Θα μπορούσε να έχει μπει από το παράθυρο, που είναι ακριβώς μπροστά –οι βροχερές μέρες αυτής της πόλης απαιτούν την προσοχή σου ακόμα κι όταν θέλεις να δουλέψεις. Ήρθε όμως μέσα σ’ έναν κίτρινο φάκελο και μάλιστα, σαν να το ‘ξερε, στο τέλος μιας ζόρικης μέρας και κυρίως στην αρχή μιας νύχτας που προμηνυόταν ακόμα πιο ζόρικη. Πάρκαρε λοιπόν ανάμεσα στο βιβλίο του Αλέξη Δημαρά, που ξεκουραζόταν στη γωνιά του γραφείου κάνοντας ένα τσιγάρο, και σε κάτι σημειώσεις για τον Μπουρντιέ που προσπαθούσα εκείνη την ώρα να βάλω σε μια τάξη.

   Περίπου σαν το πρώτο πνεύμα που επισκέφθηκε τον Σκρουτζ –ταυτίζομαι ενίοτε μαζί του- με πήγε πίσω: πρώτες τάξεις του Δημοτικού. Συνήθως, όταν σκέφτομαι τα παιδικά μου χρόνια για πάνω από πέντε-δέκα λεπτά, με πιάνει κατάθλιψη, μα μερικά πράγματα είναι κάπως πιο ανώδυνα. Μέναμε τότε στο χωριό που ήταν το σχολείο, και η μεγάλη μου χαρά ήταν η πλατεία απέναντι από το σπίτι. Στη γειτονιά έμενε κι ένα αγοράκι, λίγο πιο μικρό από μένα και παίζαμε πού και πού. Μια μέρα χιόνισε –η πρώτη και τελευταία φορά που θυμάμαι να χιόνισε στο νησί. Βγήκα λοιπόν, με την άδεια, τις σχετικές συστάσεις τύπου «μη γλιστρήσεις πουθενά, σε παρακαλώ» από τη μάνα μου και βεβαίως το σχετικό… αμπαλάρισμα να παίξω στην πλατεία. Βρήκα και το άλλο το παιδάκι εκεί, ανάλογα εξοπλισμένο με μένα, και φτιάξαμε έναν ωραιότατο χιονάνθρωπο. Φυσικά, φωτογραφηθήκαμε μπροστά στο έργο μας όπως όλοι οι μεγάλοι δημιουργοί, κυρίως της μοντέρνας τέχνης. Πρέπει να έχω ακόμα κάπου τη φωτογραφία αυτή…. Αρκετά χρόνια αργότερα, στην αίθουσα εκδηλώσεων του Λυκείου άκουσα κάποιον να κάνει αυτό-που-κάνουν-μουσική-μόνο-με-το-στόμα (beatbox το λένε;). Ευτυχώς κατάλαβα έγκαιρα ότι είναι... live και όχι σιντί, πριν ζητήσω ευγενικά «να κλείσουν λίγο τη μουσική» και «τον κόψω πάνω στη σκηνή» αφενός και γίνω ρεζίλι αφετέρου. Κι είδα το παιδάκι που παίζαμε μικρά, να έχει γίνει ένας τυπάκος που σ’ εντυπωσιάζει μ’ αυτά που μπορεί να κάνει μόνο με τη φωνή του. Μικρέ μάγε, θυμήθηκα πως κάποτε, για λίγο, ήμασταν γείτονες!

   Μεγαλώσαμε, όπως ωραία «διαγράφει» το «μικρός» στο εξώφυλλο του βιβλίου του ο κύριος Ηλίας. Και δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο να μεγαλώνεις. Όπως δεν είναι και πολύ εύκολο να τραβάς «διαγραφές» πάνω από λέξεις –ό,τι κι αν δηλώνουν αυτές. Κι έτσι το βιβλιαράκι ήρθε κι άραξε πάνω σ’ αυτό που είμαι τώρα. Ή μάλλον, σ’ αυτό που προσπαθώ να γίνω. Και μου θύμισε πώς ήμουν όχι πολλά χρόνια πριν. Ο συγγραφέας του βέβαια μου είπε μια φορά πως τα όμορφα πράγματα που έχουμε μέσα μας δεν χάνονται –ή περίπου αυτό, εγώ έτσι κατάλαβα. Εντάξει, δεν χάνονται. Πάντως κρύβονται ή τα σκεπάζουν άλλα –και δεν εννοώ εκείνους τους δύο που μελετούσα. Αλλάζεις. Το πώς αλλάζεις, προς τα πού και πώς διαχειρίζεσαι τις αλλαγές, είναι καθαρά δικό σου θέμα. Και τα όποια ζόρια κι αν έρθουν, είναι σημαντικό να μπορείς να τα...αξιοποιείς δημιουργικά. Και να ‘χεις δίπλα σου, για να μοιράζεσαι αυτά που φτιάχνεις με τα χέρια και τα ζόρια σου, ανθρώπους που σ’ αγαπούν και αγαπάς, και που μπορείς να τους το λες κάθε φορά που νιώθεις την ανάγκη. Ένα τραγούδι, μια ζωγραφιά, ένα κείμενο και μια βόλτα με κάποιον που σε κοιτάζει στα μάτια, μπορούν να αποδειχθούν σωτήρια τις πιο μαύρες μέρες. Σαν τον χιονάνθρωπο που έφτιαξες, φορώντας το σκουφί που σου ‘βαλε η μάνα σου, που μπορεί να διώξει το κρύο μιας μέρας με χιόνι. Σαν το τραγούδι του τυπάκου, που έγινε κείμενο απ’ το μπαμπά του (οπωσδήποτε εκτός εισαγωγικών) και πήρε τη θέση του σ’ ένα βιβλίο για εκείνον.

   «Υπάρχει λόγος!» να διαβάσεις αυτό το βιβλίο. Γιατί ο Ηλίας προσπαθεί να ακούσει τον ψίθυρο του προσκυνητή της άμμου. Και με τον τρόπο του μας καλεί να τον ακούσουμε κι εμείς –είτε έρχεται από μέσα μας, είτε από κάποιον δίπλα μας. Γιατί είναι σαν ταξιδάκι αναψυχής «μ’ ένα κρυμμένο τραύμα». Κι αν κοιτάξεις το τραύμα σου κατάματα, ακόμα κι αν το έχεις κρύψει καλά κι από το εαυτό σου, το ταξίδι θα ‘ναι αλλιώς. Ίσως όχι πιο εύκολο, μα σίγουρα πιο φωτεινό. Γιατί μας θυμίζει πως, αν σκύβουμε το κεφάλι μας στο χώμα, χώμα θα βλέπουμε, ενώ για το ταξίδι χρειάζεται ουρανός. Γιατί μας καλεί να παίξουμε «το παιχνίδι των λόγων» και μάλιστα μας βοηθά να αρχίσουμε το παιχνίδι, δίνοντας μας τουλάχιστον εικοσιέξι λόγους: τουλάχιστον έναν σε κάθε κείμενο. Γιατί μπορεί η ευτυχία να φαντάζει κάτι μακρινό και, συχνά, άπιαστο, μα ο Ηλίας μας λέει πως «ευτυχία είναι πατάτες τηγανητές» γυρνώντας απ’ το μπάνιο στην «Αγία Κυριακή». Κι αν η μαγεία απ’ τη ζωή σου έχει χαθεί εντελώς, μπορεί να τη βρεις σ’ ένα μπλε βανάκι. Το ίδιο και η αγάπη, όσο δύσκολη κι αν φαντάζει, είναι παντού: στις ουρές της Γραμματείας της Σχολής, στα αμφιθέατρα, ακόμα και στις εξετάσεις. Στα τηλέφωνα, σ’ ένα πάρκο, στα καφέ –μικρά ή μεγάλα– στα βιβλιοπωλεία. Στα καλώδια του ίντερνετ και τα πίξελς της οθόνης του υπολογιστή.

   Σίγουρα κατοικεί σ’ ένα βιβλίο σαν αυτό. Νομίζω είναι το βασίλειό της. Κι ο θρόνος της θα είναι το παγκάκι στη Σπιανάδα, που εύχομαι να καθίσουν ο συγγραφέας μας με το μικρό μάγο να ξεκουραστούν, μετά το παιχνίδι με την μπάλα.