Κυριακή 8 Ιουνίου 2014

Where the [not so] wild roses grow



Μια βόλτα. Ίδια και αλλιώς. Μάλλον πιο πολύ αλλιώς. Ή ίδια;

Στο τέλος μιας τέτοιας βόλτας αναρωτιόταν. Καθόταν εκεί, δίπλα στη λίμνη σ’ ένα παγκάκι ξεκομμένο απ’ τα υπόλοιπα. Πιο πέρα, τριαντάφυλλα. Να «ομορφαίνουν» τον έξω χώρο ενός εστιατορίου. Φυτεμένα γι’ αυτό το σκοπό. Καθόλου άγρια. Και για κάνουν πιο ρομαντική ίσως, μια βόλτα αργά το βράδυ, όταν έχουν κλείσει τα εστιατόρια και κανείς δεν περνάει από εκεί. Πιο γλυκιά.


Και ποιος είπε ότι το «ρομαντικό» δεν είναι «άγριο»; Ότι δεν μπορεί το «γλυκό» να είναι σκληρό;


Λίγο πριν, καθώς περπατούσε είδε ένα απ’ τα αγάλματα. Τρία χρόνια, περνάει από μπροστά του. Τρία χρόνια βλέπει άλλους ανθρώπους να περνάνε από μπροστά του. Κανείς δεν κάνει τον κόπο να πλησιάσει να δει ποιανού είναι. Ούτε κι εκείνη. Καμία φορά.

Της αρέσει το μέρος αυτό. Ίσως είναι το αγαπημένο της μέρος σ’ όλη την πόλη. Έγινε το αγαπημένο της μέρος σ’ όλη την πόλη. Μέσα σ’ όλα τ’ άλλα, σκέφτηκε το άγαλμα. Κανείς δε ζητούσε τίποτα από αυτό. Τοποθετημένο μέσα σε τόση ομορφιά, και κανείς δεν ζητούσε τίποτα από αυτό. Σχεδόν το ζήλεψε. Οι άνθρωποι όμως δεν είναι «τοποθετημένοι» πουθενά. Και «ζητούν» ο ένας απ’ τον άλλον. Δίνουν και παίρνουν. Κι εκείνη, που δεν ήθελε κανείς να περιμένει τίποτα από αυτήν; Που ήθελε να είναι μόνο αυτό που είναι; Ήθελε να δίνει. Αλλά να δίνει αυτό που είναι κάθε στιγμή, αυτό που μπορεί κάθε στιγμή. Κι αν δεν μπορούσε να το κάνει αυτό, πνιγόταν. Κι αν της ζητούσαν κάτι παραπάνω, πνιγόταν. Σχεδόν θύμωνε, γινόταν αλλιώς.


Ποιος είπε ότι το «τρυφερό» δεν μπορεί να σε πονάει...




-On the third day he took me to the river
He showed me the roses and we kissed
And the last thing I heard was a muttered word
As he knelt above me with a rock in his fist...


-On the last day I took her where the wild roses grow
And she lay on the bank, the wind light as a thief
And I kissed her goodbye, said, "All beauty must die"
And lent down and planted a rose between her teeth...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου