Παρασκευή 20 Ιουνίου 2014

Μάρω Βαμβουνάκη, "ΕΡΩΤΑΣ: Το γελοίο και το δέος"

Τίποτα πιο απάνθρωπο από την υποχρέωση. Τίποτα πιο εξαντλητικό απ' την προσποίηση, ιδίως του ότι είσαι μια χαρά. Τίποτα πιο εξουθενωτικό από το να χαμογελάς, να ενδιαφέρεσαι, και να κουβεντιάζεις με το ζόρι, όταν το μόνο που λαχταράς είναι να βυθιστείς στη σιωπή σου και στο ήρεμο σκοτάδι από το οποίο προέκυψες. Η μανία μας να είμαστε συνηθισμένοι, να είμαστε κανονικοί, είναι ο μεγάλος πειρασμός που εχθρεύεται την αλήθεια.
*
Είναι η αδράνεια της απόγνωσης, της ιδέας πως γνωρίζεις τι ακριβώς μπορείς και τι δεν μπορείς. Τι ακριβώς σου αξίζει, τι πρέπει να περιμένεις, όταν μάλιστα τίποτα στην ουσία δεν περιμένεις, αντιθέτως επιμένεις όλα να τα σκηνοθετείς.
**
Όταν πεινάς, λες ψωμί. Όταν διψάς, λες νεράκι. Όταν πονάς, αγάπη.
Θέλω ψωμί, θέλω νεράκι, θέλω αγάπη...
Μονοκόμματα το λες, όπως μια φλέβα νερού κατρακυλάει μονοκόμματα στην κατηφόρα. Πουθενά αλλού δε γίνεται να κατρακυλήσει. Οι ασάφειες, οι περιπλοκές, οι συνθέσεις των λογισμών, το παιχνίδι δύσκολων λέξεων, ικανοποιούν μονάχα τον εγκέφαλο, που προσπαθεί να παρηγορήσει τη στέρηση στο αίμα με γρίφους. Για περισπασμό, για κάλυψη, για μια επίδειξη αυτάρεσκη. Για να κερδίσεις πόντους στην αυτοεκτίμηση.
Για να μην αφεθείς να φωνάξεις ψωμί, νεράκι, αγάπη, και ξεφτιλιστείς. Για να μην σε πουν ζητιάνο.
***
Χιόνιζε και χιόνιζε και σκέπαζε τα πάντα μαλακά. μαλθακά, τα πάντα. Χάδι που κρύβει τις προθέσεις του να καταλήξει αύριο-μεθαύριο σκληρός, βρώμικος, επικίνδυνος πάγος. Λένε πως ο θάνατος του χιονιού είναι ο πιο πονόψυχος. Σε βυθίζει πρώτα σε όμορφο όνειρο, σε γλυκασμό, σαν όπιο, δεν θες να το χάσεις, ακόμα κι αν υποψιάζεσαι πως παγώνεις και πως πεθαίνεις σιγά-σιγά.
****
Είναι μια δύσκολη ιστορία όταν αρχίζει έτσι, αλλά, εδώ που τα λέμε, μονάχα έτσι είναι ο έρωτας. Μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να καταφέρνει να μοιάζει ως λογικοφανής, ως συνειδητός, αλλά παραμέσα, σχεδόν πάντα έτσι είναι. Μιλάνε για την αξία και την αξιοπρέπεια της επιλογής, για την πιθανότητα να πετύχεις διάνα άμα επιλέγεις, όμως ο έρωτας δεν καταδέχεται τους υπολογισμούς, εκδικείται όσους τον παζαρεύουν Είναι πανάκριβος ο έρωτας για να παραδοθεί στην φτήνια των εγγυήσεων. Προτιμά την τρέλα, την ήττα. Την σταύρωση.
*****
Όσο και να προσπαθήσει να περιγράψει την καθήλωση, δε θα το μπορεί. Η απερίγραπτη αίσθηση, η απερίγραπτη γεύση και το άρωμα. Πώς να διηγηθείς τι ακριβώς γίνεται, όταν βυθίζεις τη γλώσσα σου σε γλυκό βύσσινο, στο σιρόπι του; Τι αισθάνεσαι μετά πιο μέσα, κάτω απο τη γλώσσα όταν δαγκώνεις τη σάρκα του καρπού και το σιρόπι χύνεται παντού; Όταν πιπιλίζεις το μικροσκοπικό γλιστερό κουκούτσι στο τέλος και το κρατάς λίγο, ακόμα λίγο, πριν το φτύσεις; Κανείς δε μπορεί να μεταδώσει κάτι τέτοιο σε κάποιον που δεν έχει δοκιμάσει γλυκό βύσσινο του κουταλιού.
Α, οι αισθήσεις είναι τόσο ανθεκτικές, τόσο σαφείς, τόσο σοβαρές! Τόσο συγκεκριμένες, που καταλήγουν απερίγραπτες. Δεν ξεγελιούνται όπως τα συναισθήματα και οι ιδέες. Είναι οι αισθήσεις και η δική τους συνέπεια που κράτησαν τη ζωή πάνω στη γη.
*
Υπάρχουν εμπειρίες, ενώ δεν υπάρχουν οι λέξεις τους, δεν υπάρχουν ονόματα γι' αυτές, δε γίνεται να τις κοινωνήσεις με κάποιον τρίτο. Δεν θα καταλάβει. Είσαι σφαλισμένος στην καταδίκη του προσωπικού, του μοναδικού του αναντικατάστατου, μονάχα εσύ θα το ζεις και θα πάσχεις όσα σου δίνει, θα πάσχεις την ευφροσύνη ή την σκοτεινιά του, αμήχανος να μπορέσεις να εξομολογηθείς τι σου συμβαίνει. Ίσως τα τραγούδια, ίσως κάποιες μουσικές μπορούν να μοιραστούν μαζί σου κάποια εξομολόγηση. Δεν είναι τυχαίο το πόσο οι άνθρωποι κυνηγούν τα τραγούδια. Σαν εξομολόγο τα κυνηγούν.
**
Κι αυτή η ένωση των δευτερολέπτων είχε τέτοια σημασία, τέτοια δύναμη, που άξιζε όλης της ζωής τα λάθη και τα βάσανα, την ατέλειωτη πλήξη, τη ματαίωση, το φόβο , τη δειλία, τη μετάνοια, την κούραση την ανόητη, την κούραση την απαραίτητη, την πίκρα και τα προσποιητά γέλια, κι όσα φορτώθηκαν να λένε "ζωή μου" και "ιστορία μου" και "παρελθόν μου" ή θεωρούν ως "προοπτική". Ακόμα κι όσα θα τραβήξουν και θα κάνουν ο ένας στον άλλον αργότερα, τούτη η στιγμή της ένωσης τους τα άξιζε και τα καταξίωνε.
***
Τι μπορεί να είναι μια πόλη; Είναι τα πρόσωπα που την κατοικούν; Τα ίχνη αυτών που την κατοίκησαν και τώρα πέθαναν; Είναι τα πάθη που καίγονται, τα πάθη που κάηκαν και θυμιατίζουν την ατμόσφαιρά της, οι προσδοκίες ζωντανών και νεκρών που εκρεμούν πάνω απ' τις στέγες της; Είναι τα μίση, οι απόπειρες, οι πεποιθήσεις, οι ψευδαισθήσεις, η πίστη, οι αξίες και οι ματαιότητες εκείνων που τη ζουν και που την έζησαν.
Κι εκείνο το ζευγάρι; Είναι πραγματικό; Είναι όνειρο; Είναι φάντασμα; "Είμαστε απ όλα!" του είχε ψιθυρίσει μια μεθυσμένη στιγμή ευγνωμονώντας τον για τον τρόπο που ξέρει να την κάνει δικιά του. Απο ευγνωμοσύνη που ξέρει να την τσαλακώνει.
****
Υπάρχουν αγκαλιάσματα ευχάριστα, δυνατά. Υπάρχουν αγκαλιάσματα ηδονικά και αξέχαστα. Αξέχαστα. Όμως υπάρχουν άλλα που σπάνια ζει κάποιος και πρέπει να τα ξεχάσει μετά. Σε παίρνουν με κλειστά μάτια στην κατηφόρα της δίνης που σε τραβάει προς τα σπλάχνα σου και από εκεί προς την πιο υγρή ρίζα του ένστικτου. Κι όχι μόνο του ένστικτου της ηδονής αλλά και εκείνου του θανάτου. Σε τυλίγουν τότε με τον πιο αποδιωγμένο εαυτό σου όπως με χιτώνα γιατί είναι ένας εαυτός βάρβαρος σαν λιμασμένος κυνηγός και σαν μωρό. Τον εαυτό σου που ακόμα κι ή μάνα σου απόδιωξε και σε έκαμνε να τον μισείς. Πρέπει να τα ξεχάσεις αυτά τα αγκαλιάσματα, για να μπορέσεις να σεβαστείς πάλι την ψυχή σου. Για να μπορέσεις να ξαναπείς πώς είσαι ένας άνθρωπος εντάξει ένας άνθρωπος κανονικός και λογικός. Πρέπει να τα ξεχάσεις, για να μπορέσεις να συνεχίσεις να ζεις δίχως τους.
*****
Για την ασκητική της αγάπης ξέρουν τόσο λίγα. Πιστεύουν ακόμα πώς τους την χρωστούν, πώς μπορούν να την απαιτήσουν , ακόμα και να την επιβάλουν. Να εξοργίζονται, όταν δεν τους αγαπούν. Όταν δεν τους έχουν για το κέντρο του σύμπαντος κόσμου. Όταν δεν παρατούν για χάρη τους οτιδήποτε και οποιονδήποτε και ανά πάσα στιγμή. Πιστεύουν πώς δικαιούνται την ψυχή του άλλου. Μπορούν να γίνονται μπαρούτι και να εκδικούνται γι αυτά. Λένε ακόμα αγάπη τον έρωτα λένε έρωτα το “ σε θέλω” λένε πόνο τον θυμό, λένε “μου μάτωσες την καρδιά” τον πληγωμένο εγωισμό. Προσπαθούν να γνωριστούν παίζοντας τυφλόμυγα. Για την αγάπη μαθαίνεις πάντα δύσκολα. Πολλές φορές καθόλου και ποτέ.
*
Είναι τόσο εύκολο να είσαι λογικός εν ψυχρώ, μόνο που η ζωή δεν είναι εν ψυχρώ.
**
Το φαρμάκι και το φάρμακο, η αμαρτία και το τίμημα, το πάθος και η ίαση, το σφάλμα και η ποινή, το ψέμα και η αλήθεια. Όλα μαζί κι ας είναι αντίθετα. Μια υπόγεια, έστω και φανταστική, ισορροπία μοναδική. Μια, έστω και φανταστική, αρμονία. Απ' την αρχή που ξεκίνησαν είχε μεγάλη ανάγκη να τον ερωτεύεται, αλλά και να δηλώνει ταυτόχρονα, με γενναία ειλικρίνεια, πως δεν πρέπει να συνεχίσουν, πως δεν έχουν καμιά ελπίδα, πως δεν ταιριάζουν, πως δεν είναι ο άντρας που θέλει να μοιραστεί το απόλυτο μέλλον μαζί του, όπως πρέπει να θέλεις να είναι εκείνος που ερωτεύεσαι. Λες και όφειλε στον πιο ανυψωμένο εαυτό της να ελευθερωθεί ώστε, διαθέσιμη και άξια, να περιμένει τη μελλοντική μεγάλη αγάπη που από παιδί ονειρεύεται, τον έρωτα που νομίζει πως πρέπει να ονειρεύεται για δικό της έρωτα. Να τον δέχεται και να τον διώχνει, να μένει και να φεύγει. Να έλκεται και να απωθείται. Να θέλει και να μην θέλει. Ναι και όχι. Είχε ακατάβλητη ανάγκη να βιώνει και τις δύο διαθέσεις της.
***
Εδώ, για να πας κάπου, είναι σαν να μην υπάρχει ευθεία οδός. Νιώθεις πως πρώτα κάνεις ένα σωρό κυκλικές διαδρομές, σαν κοχλίας. Θέλει τύχη για να πετύχεις γρήγορα έναν προορισμό. "Σου μοιάζει!" της κάνει γελώντας. "Είναι μια πόλη που σου μοιάζει".
****
Η αλήθεια είναι πως δεν ήθελε να του πει τι είχε καταλάβει, γιατί θα του έλεγε πως τον θέλει πολύ. Πάρα πολύ τον θέλει ακόμα. Δεν εξαντλήθηκε όπως υπολόγιζε ο πόθος της, η χαρά μαζί του, το γέλιο, η αφή, αν δεν τον ξαναδεί, ήδη υποφέρει. Όμως είχε αποφασίσει πως θα ακολουθήσει μονάχα τη λογική της. Τη λογική όλων των λογικών ανθρώπων.
*****
Το μάτι του πέφτει σε έναν έφηβο παράλυτο, που τον οδηγούν με καροτσάκι οι γονείς του. Πιάνεται απ' τον οίκτο και επιπλήττει τον εαυτό του που είναι αχάριστος. Συγκρίνεται με τον άτυχο έφηβο που δεν μπορεί να περπατήσει και λέει πως τρώγεται με ο,τι τρώγεται γιατί έχει χίλια καλά στη ζωή του, γιατί ειναι αχόρταγος, ανικανοποίητος, εγωπαθής. Αφελής, επιπόλαια παρηγοριά που δεν έχει σχέση με την αλήθεια. Οι πόνοι της ψυχής, οι βασανισμοί του συναισθηματισμού, οι αγωνίες της ερωτικής ανάγκης είναι απο τα οξύτερα μαρτύρια, μπορούν να σε οδηγήσουν στο θάνατο απο οδύνη. Μπορούν να σε καρφώσουν σε παράλυση που δεν έχει να κάνει με την κίνηση των ποδιών. Μια ασθενής του είχε εξομολογηθεί προ καιρού "Όταν εκείνος μου είπε πως δε μ' αγαπάει πιά, πως χωρίζουμε, πόνεσα αφάνταστα πολύ, περισσότερο απ' όταν ο γιατρός μου ανακοίνωσε πως έχω καρκίνο...." Μια ασθενής που πέθανε ένα μήνα μετά. Απο τον καρκίνο ή απ' την εγκατάλειψη; Κανείς γιατρός δεν μπόρεσε να υπογράψει με απόλυτη βεβαιότητα το πιστοποιητικό.
*
Υπήρξαν περιστατικά που δεν ήταν ξεκαθαρισμένο αν τα έζησες ή αν τα ονειρεύτηκες.
Υποταγμένοι στην ανάγκη-ανάγκη που για τον καθένα χωριστά λειτουργούσε αλλιώς.
**
Πρέπει να είναι καλή, κι ας μην είναι εύκολο, κι ας πονάει.
Περπατούσε χωρίς αισθήματα, όσο γίνεται χωρίς αισθήματα, γιατί καταλάβαινε καλά πως εκείνος είχε δίκιο. Πως βρήκε πρώτος το κουράγιο, πως είναι σωστός, πως είναι η ευκαιρία επιτέλους να σωθούν και οι δύο....
Μόνο να περπατάει και να φεύγει τώρα, χωρίς αισθήματα. Να κινείται πάνω στο δρόμο όπως απο μικρή διδάχθηκε την κίνηση στο κορμί. Χωρίς αισθήματα. Να περπατάει και να φεύγει.
***  
Λένε πως το να συζητάς ένα βάσανό σου σε αποφορτίζει, σε βοηθάει, αλλά μπορεί να μην είναι πάντοτε έτσι. Χωρίς μάρτυρες υποφέρεις λιγότερο κάποιες φορές. Τουλάχιστον δεν ντρέπεσαι, πληγώνεται λιγότερο ο εγωισμός σου χωρίς μάρτυρες. 
****
  ...και αισθανόταν οτι και η ίδια τον εγκαταλείπει ήσυχο, γιατί τον αγαπά. Τον απαλάσσει απο το βάρος της, τα άγχη της, την αστάθειά της, τα διλήμματα, την τρέλα της, και τον αφήνει ελεύθερο. Ακόμα και τις καλές της αναμνήσεις θέλει να του ακυρώσει απο το νου, προκειμένου να τον βοηθήσει. Δεν είναι μικρή θυσία του εγωισμού της αυτό. Τον αγαπάει λοιπόν και τον συμπονά πιο πολύ απο όσο φανταζόταν. Τόσο τον αγαπά, μέρα με τη μέρα, μέσα στην εξαφάνηση του, που έρχονται στιγμές διστακτικά να ελπίζει πως κάποτε, κάποτε στο μέλλον, λέει, μπορεί και να συναντηθούν πάλι οι δυο τους....
*****
"Αγάπη μου...μην ακούς τι σου λέω. Λυπήσου με. Λυπήσου και τον εαυτό σου, αγάπη μου. Παραλογίζομαι γιατί σε έχω χάσει και είμαι χαμένος. Μη μ' αφήνεις άλλο. Είμαι τρελός, το ξέρω, αλλά εσύ με αποτρέλανες. Δεν είμαι τόσο τρελός, άμα σ' εχω δική μου. Όλα θα στα δώσω εγώ. Μια μέρα μόνο σου ζητάω, είναι πολύ;" Μόνο μια μέρα τη βδομάδα σου ζητώ, της σφυρίζει με κακία, σφίγγοντάς την να την πνίξει πάνω του. Θες να πέσω στα γόνατα να σε παρακαλέσω;
*
Παλεύουν μανιασμένα στη σκοτεινή σκάλα. Χτυπιέται στα χέρια του απεγνωσμένα, όπως με κύματα άγρια ένας ναυαγός που έπεσε σε θαλασσοταραχή. Που αγωνίζεται να ξεφύγει απο ναυάγιο. Εκείνος γελά κακά, και κάνει σαν αγριόγατος που παίζει μ' ένα ποντίκι στα νύχια του. Τον σπρώχνει, παριστάνει πως υποχωρεί, μα πάλι τη σφίγγει. Ένα σιχαμένο παιχνίδι που της λερώνει την ψυχή και το σώμα.
**
Είναι σκοτεινά, κι εκείνος δεν προσέχει οτι είναι ματωμένη, άλλωστε έτσι όπως παλεύουν, οι σκιές απ τον ωχρό γλόμπο του δρόμου που παίζουν πάνω της του παραπλανούν την εικόνα. όμως εκείνη είναι γεμάτη με γεύση απο αίμα κι αυτό είναι επικίνδυνο.
Ετοιμάζεται να την χτυπήσει άλλη μια φορά, μαζεύεται ξανά σαν λάμψη ο ερεθισμός στο βλέμμα του και στα χείλη, όμως τότε κάτι στο κορμί του ξαφνικά μαλακώνει, πάει να γίνει λυγμός, χαλαρώνει τα χέρια του ελάχιστα, εκείνη ενστικτωδώς διαισθάνεται την ευκαιρία και του γλυστράει. Μετεωρίζεται. Και κατρακυλάει τα πέτρινα σκαλοπάτια. Πέφτει. Δε θυμάται τίποτα άλλο απο το τελευταίο τους αγκάλιασμα.
***
Δε θα επικοινωνήσει με κανέναν κοινό φίλο εκείνος, δεν θα μάθει ποτέ γι αυτόν κάτι εκείνη.
****
Είκοσιτρία χρόνια μετά. Δεν έχει αλλάξει ιδιαίτερα.
Συγχώρεσέ με, της κάνει και δεν τον νοιάζει αν τον ακούνε.
Συγχώρεσέ με, του ψιθυρίζει και προχωρά μαζί με τον κόσμο.
Κατεβαίνει.Ακουμπά το χέρι της με το γάντι στην κυλιόμενη μαύρη κουπαστη. Κατεβαίνει. Πιο βαθιά στη γη. Προς τις αποβάθρες. Προς τις ράγιες. Το σκοτεινό τούνελ που τρέχουν με θόρυβο τα βαγόνια.
*****
"We would sleep in cheap hotels...."
Οδηγούσε πάντα κι άκουγε το τραγούδι, κι επιτέλους κατέρρεε, επιτέλους, μέρες μετά τη συνάντησή στο μετρό, επιτέλους μιας και το καλόψυχο,αληθινό τραγούδι την έσπρωχνε γλυκά να τολμήσει να καταρρεύσει.
*
Χάνεις μονάχα όσα δεν είχες ποτέ σου, κι ας έλεγες πώς είχες. Δεν χάνονται, όσα σου δόθηκαν, όσα έδωσες και ας λες πώς έχασες. Ούτε με θάνατο δεν χάνονται.
**
Όλα τα άλλα γίνονται μετά, γιατί δεν είναι ποτέ ΄ο έρωτας εκείνος που θες, όσο τον θες, όπως τον θες τουλάχιστον σε τούτη την ζωή δεν είναι. Ούτε τα πάντα, ούτε για πάντα. Δεν είναι. Έτσι πλούσιος στην αρχή του έτσι μίζερος στο τέλος του. Από βασιλιάς, ζητιάνος. Απο γενναιόδωρος, τσιγκούνης και φτηνός. Τόσο χαζά. Τόσο τυφλά. Έτσι λες. Έτσι θες να λες.
Για να αποξεχαστείς και να επιβιώσεις, κάνεις μετά ένα σωρό πράγματα, ακούς μουσική, συνθέτεις ορατόρια, καλλιεργείς ντάλιες και φυτείες. Σπουδάζεις χρόνια ατελείωτα, βγάζεις λεφτά, σκορπάς λεφτά, κρύβεις λεφτά, μεθάς ή τρυπιέσαι....
Όμως η στέρηση είναι στέρηση, γιατί ο έρωτας που πόθησες δεν ήταν τότε αυτός, δεν ήταν εκεί, ούτε και εσύ τα κατάφερες τότε να είσαι. Πάντοτε κάτι γίνεται, κάτι και χαλάει πολύ πριν την ένωση, ή πολύ σιμά στην ένωση, χαλά κάτι από αλλού ή από σένα χαλάει. Κάθε λίγο βγαίνεις λιγότερος από την επιθυμία σου , τόσο μικρός και μωρός μπρος στο όνειρο σου. Και δεν φταίει κανείς, μόνο εσύ , πάντα. Κατά κάποιο τρόπο εσύ. Δεν ξεκολλάει εύκολα από το πετσί σου τούτη η βδέλλα. Και είναι μια θλίψη τόσο θλιβερή, ώστε έρχεται ή εποχή που ξεχνάς την αίτιά, δεν την χωράει η ψυχή σου και την ξεχνάς. Μένει η γεύση σίγουρα, αλλά η αιτία όλο και πιο ακαθόριστη. Άγνωστη δήθεν.

Ίσως στην άλλη ζωή, ίσως σ΄ αυτό που λένε παράδεισο.... Είναι πολύ θετικό να πιστέψεις πως αυτό που νοσταλγείς είναι εκεί στο μέλλον σου. Έτσι να πιστέψεις. Εκεί που όλα είναι τέλεια και καθαρά, θα είναι αυτό που είναι, πρόσωπο με πρόσωπο, όχι κομματιασμένα μέσα σε θαμπούς καθρέφτες. Ιδίως το πρόσωπό σου και η αγάπη σου, όχι ακριβώς η ανάγκη σου για αγάπη, αλλά η αγάπη σου. Καθαρά όλα. Και δεν θα επιθυμείς, γιατί δε θα στερείσαι, όλα τέλεια, λέει.
Μέχρι τότε όμως είναι δύσκολα. Το λένε δοκιμασία και έχουν δίκιο, έτσι είναι μάλλον το σωστό, αλλά είναι δύσκολα.
Όχι πάντα, βέβαια, υπάρχουν και μέρες όμορφες, εποχές ευχάριστες, στιγμές εξαιρετικά χαριτωμένες, γεμάτες θαύματα, χαίρεσαι που ζεις, γελάς και χαίρεσαι.
Όμως κάποιες φορές είναι πράγματι δύσκολα. Κάποιες ώρες σαν κι αυτη εδώ που πρέπει να συνεχίσει να οδηγεί. Να σκύβει εμπρός, να σφίγγει το τιμόνι, να προσπαθεί να δει μέσα απ τα μάτια της και μέσα απ το τζάμι που βρέχεται, που σχεδόν λασπώνει.....

** 

Κυριακή 8 Ιουνίου 2014

Where the [not so] wild roses grow



Μια βόλτα. Ίδια και αλλιώς. Μάλλον πιο πολύ αλλιώς. Ή ίδια;

Στο τέλος μιας τέτοιας βόλτας αναρωτιόταν. Καθόταν εκεί, δίπλα στη λίμνη σ’ ένα παγκάκι ξεκομμένο απ’ τα υπόλοιπα. Πιο πέρα, τριαντάφυλλα. Να «ομορφαίνουν» τον έξω χώρο ενός εστιατορίου. Φυτεμένα γι’ αυτό το σκοπό. Καθόλου άγρια. Και για κάνουν πιο ρομαντική ίσως, μια βόλτα αργά το βράδυ, όταν έχουν κλείσει τα εστιατόρια και κανείς δεν περνάει από εκεί. Πιο γλυκιά.


Και ποιος είπε ότι το «ρομαντικό» δεν είναι «άγριο»; Ότι δεν μπορεί το «γλυκό» να είναι σκληρό;


Λίγο πριν, καθώς περπατούσε είδε ένα απ’ τα αγάλματα. Τρία χρόνια, περνάει από μπροστά του. Τρία χρόνια βλέπει άλλους ανθρώπους να περνάνε από μπροστά του. Κανείς δεν κάνει τον κόπο να πλησιάσει να δει ποιανού είναι. Ούτε κι εκείνη. Καμία φορά.

Της αρέσει το μέρος αυτό. Ίσως είναι το αγαπημένο της μέρος σ’ όλη την πόλη. Έγινε το αγαπημένο της μέρος σ’ όλη την πόλη. Μέσα σ’ όλα τ’ άλλα, σκέφτηκε το άγαλμα. Κανείς δε ζητούσε τίποτα από αυτό. Τοποθετημένο μέσα σε τόση ομορφιά, και κανείς δεν ζητούσε τίποτα από αυτό. Σχεδόν το ζήλεψε. Οι άνθρωποι όμως δεν είναι «τοποθετημένοι» πουθενά. Και «ζητούν» ο ένας απ’ τον άλλον. Δίνουν και παίρνουν. Κι εκείνη, που δεν ήθελε κανείς να περιμένει τίποτα από αυτήν; Που ήθελε να είναι μόνο αυτό που είναι; Ήθελε να δίνει. Αλλά να δίνει αυτό που είναι κάθε στιγμή, αυτό που μπορεί κάθε στιγμή. Κι αν δεν μπορούσε να το κάνει αυτό, πνιγόταν. Κι αν της ζητούσαν κάτι παραπάνω, πνιγόταν. Σχεδόν θύμωνε, γινόταν αλλιώς.


Ποιος είπε ότι το «τρυφερό» δεν μπορεί να σε πονάει...




-On the third day he took me to the river
He showed me the roses and we kissed
And the last thing I heard was a muttered word
As he knelt above me with a rock in his fist...


-On the last day I took her where the wild roses grow
And she lay on the bank, the wind light as a thief
And I kissed her goodbye, said, "All beauty must die"
And lent down and planted a rose between her teeth...