Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2013

...αγγίζοντάς σε.



Τα χέρια πιο δυνατά είναι από τα μάτια. Η αφή πιο ισχυρή από την όραση. Φαίνεται από το πιο απλό: παίρνεις στα χέρια σου ένα φόρεμα που σου αρέσει για να δεις την υφή και την ποιότητά του. Το φοράς, να το δεις πάνω στο σώμα σου, να αγγίξεις το σώμα σου μέσα σ’ αυτό για να δεις αν σου ταιριάζει. Έπειτα, όταν θα το περιγράφεις στη φίλη σου, δεν θα μπορεί να καταλάβει απόλυτα πώς είναι: θα καταλάβει το χρώμα, το σχέδιο και τη γραμμή. Μα θα λείπει η υφή του. Πρέπει να αγγίξεις για να δεις δηλαδή.
Το ίδιο συμβαίνει και με τους ανθρώπους. Στην πρώτη γνωριμία με κάποιον, την ώρα που συστήνεστε απλώνετε και οι δύο, αυθόρμητα, τα χέρια σας για τη χειραψία. Το «αυθόρμητα» μπορεί να μην σημαίνει «ενστικτωδώς», αλλά ότι έχουμε μάθει από μικροί να υπακούμε στους «κανόνες ευγένειας». Η χειραψία, λοιπόν, μπορεί να είναι μια πολιτισμική κατασκευή, όμως δεν παύει να δείχνει την αναγκαιότητα της ελάχιστης, έστω, σωματικής επαφής για να αρχίσεις να γνωρίζεις κάτι. Τη στιγμή εκείνη μπορεί να καταλάβεις πολλά, μπορεί και τίποτα –αν και το «τίποτα» είναι πάντα «κάτι». Ίσως αδιαφορία:  ένας από τους δύο –ή και οι δύο- να «είναι κάπου αλλού». Ωστόσο, η απουσία αυτή δεν είναι σε καμία περίπτωση «απουσία νοήματος».                                                            
Η ένταση και η διάρκεια του αγγίγματος, ακόμα και η θερμοκρασία και η σταθερότητα των χεριών έχουν αναμφίβολα κάτι να πουν γι’ αυτά τα δύο άτομα που τα χέρια τους αγγίζουν το ένα το άλλο. Που τα χέρια τους είναι συγχρόνως «αγγίζοντα» και «αγγιζόμενα», με τρόπο ανάλογο μ’ αυτόν που ο ζωγράφος βλέπει τον κόσμο αλλά και «βλέπεται», διαπερνάται από αυτόν, προκειμένου να τον ζωγραφίσει «όπως είναι».  Άλλωστε, ακριβώς αυτή η διαλεκτική είναι ο πυρήνας της αντίληψης. Γι’ αυτό και τα παραδείγματα είναι τόσα πολλά. Ένα τυχαίο άγγιγμα από κάποιον που σου αρέσει, μα δεν τολμάς να του το πεις μπορεί να κάνει την καρδιά σου να χτυπά τόσο δυνατά που νομίζεις πως θα σπάσει. Κι αν ένας φίλος σου είναι λυπημένος, κανένα βλέμμα, καμία λέξη δεν μπορεί να τον παρηγορήσει καλύτερα από μια αγκαλιά.
Ο τυφλός βλέπει με την αφή. Γνωρίζει τον κόσμο αγγίζοντάς τον. Ερωτεύεται με την αφή. Αγαπάει με την αφή.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι ο Merleau-Ponty[i] χρησιμοποιεί περιπτώσεις παθολογίας για να μας μιλήσει για το φυσιολογικό, τη βαθύτερη δομή του και το πώς τελικά αυτό «συμβαίνει», η όραση είναι μια μορφή αφής. Καλύτερα: η όραση είναι σχεδόν αφή.
Μέσω των ματιών κεντρίζει το ενδιαφέρον σου ένας άνθρωπος: τα χαρακτηριστικά του και το σώμα του, πώς είναι ντυμένος, πώς στέκεται και κινείται στο χώρο. Θες να τον γνωρίσεις. Πλησιάζεις. Καθώς λες το όνομά σου απλώνεις το χέρι σου: η πρώτη ουσιαστική επαφή. Μετά η χροιά και το χρώμα, η «υφή» της φωνής. Συζητάτε, έχετε αρκετά κοινά και η ώρα περνάει ευχάριστα. Τίποτα από όλα αυτά όμως δεν είναι αρκετά για να εκφράσουν το ενδιαφέρον σου και τελικά την έλξη σου γι’ αυτόν, αν ένα «τυχαίο», πάνω στη συζήτηση άγγιγμα δεν γίνει παρατεταμένο, ζεστό και έντονο. Τίποτα δεν αρκεί για να καταλάβεις τι σκέφτεται κι εκείνος για σένα, όσο η ανταπόκριση στο άγγιγμα αυτό: αν το δεχτεί, δεν είναι απλά «ο δέκτης» ενός μηνύματος που εσύ στέλνεις.
Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ «πομπού» και «δέκτη» Η ίδια η αποδοχή του δικού σου αγγίγματος από τον άλλον, γίνεται δική του διακριτή ενέργεια, είναι κι αυτή ένα «μήνυμα». Τα χέρια σας είναι, ξανά, συγχρόνως «αγγίζοντα» και «αγγιζόμενα».
Γνωρίζεις με την αφή. Ερωτεύεσαι με την αφή. Αγαπάς με την αφή.
Μπορείς να γνωρίσεις ένα πρόσωπο/όταν τα χείλια σου ανακαλύπτουν
τις αλλεπάλληλες επιφάνειες που σώρευσαν οι καιροί./Μα έπειτα δε σου φτάνει.
Έπειτα θες να βρεις όλες τις μικρές φλέβες/καθώς απλώνονται κάτω από το δέρμα (…), γράφει ο Τίτος Πατρίκιος στο «Μεγάλο Γράμμα». Και λίγο πιο κάτω:
Όπου μ’ άγγιζες  πονούσα./Όπου δε μ’ άγγιζες/ πονούσα.
Όχι στιγμιαία, μα εξακολουθητικά. Η ίδια η συνύπαρξη είναι άγγιγμα, ούτως ή άλλως. «Άγγιζες» κι όχι «άγγιξες», «πονούσα» κι όχι «πόνεσα». Με διάρκεια, που είναι και αναγέννηση. Ανακαλύπτεις τον άλλον ξανά και ξανά, απ’ την αρχή κάθε φορά. Αλλιώς κάθε φορά. Κάθε άγγιγμα είναι καινούριο, «σαν την πρώτη φορά». Μια νέα ανακάλυψη επιφανειών, φλεβών... συναισθημάτων.                        
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τη γλώσσα: Αν μιλάς για κάτι σημαντικό για σένα, ακόμα και οι καθημερινές λέξεις που χρησιμοποιείς είναι σαν να πλάθονται τη στιγμή εκείνη. «Φορτίζονται» με το νόημα που γεννά η ανάγκη σου να εκφραστείς.
Έτσι, κάθε άγγιγμα, κάθε χάδι στα μαλλιά, το πρόσωπο, το σώμα είναι μέρος ακριβώς αυτής της διαδικασίας. Την εξελίσσει και την εκφράζει. Είναι ανάγκη, κι όπως καθετί αναγκαίο είναι γεμάτο νόημα. Νόημα τόσο ξεκάθαρο και ταυτόχρονα τόσο «θολό», σαν κάτι που εκφράζεις άμεσα και παράλληλα πρέπει ο άλλος να το αποκρυπτογραφήσει. Κι εκεί βρίσκεται η ομορφιά, στο παιχνίδι της αντίθεσης «φανερό-κρυφό». Εκεί, όπου αναδεικνύεται η ουσία του μηνύματος, πάνω και πέρα από το μέσο που χρησιμοποιείς για να το εκφράσεις.
*****
Έτσι, όταν εκείνος τη ρωτούσε συχνά τα βράδια «γιατί να είναι τόσο ωραία τα χάδια σου;» ήξερε ακριβώς τι να του απαντήσει. Ήξερε από την πρώτη φορά που τη ρώτησε, μα δεν ήθελε να του απαντήσει. Η αφή είναι πιο δυνατή απ’ την ομιλία, όταν έχεις πραγματικά κάτι να πεις.


[i] Ο Maurice Merleau-Ponty (1908-1961) ήταν Γάλλος φιλόσοφος. Φοίτησε στην Ecole Normale Supérieure, και το 1948 έγινε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Λυών και το 1949 στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης. Απ’ το 1952 έως το θάνατό του κατείχε την έδρα της Φιλοσοφίας στο College de France.  Συνεργάστηκε με τον Jean-Paul Sartre στο περιοδικό Les temps modernes (Μοντέρνοι Καιροί), ως διευθυντής και μέλος της συντακτικής επιτροπής από το 1945 που κυκλοφόρησε πρώτη φορά, μέχρι το 1953. Το σημαντικότερο έργο του, Φαινομενολογία της αντίληψης (Phénoménologie de la perception), εκδόθηκε το 1945.
Το κείμενο αυτό είναι σκέψεις με αφορμή σημεία του έργου του Ponty. Κυρίως από τα Cezanne's doubt στο Sens et non-sens (1948) και L’ Œil et l’ Esprit (1961). (Η ελληνική μετάφραση Η αμφιβολία του Σεζάν – Το μάτι και το πνεύμα, από τις εκδόσεις Νεφέλη, 1991).



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου